Scene Number 2

Μέσα στη μεγάλη μαρμάρινη σάλα, όλοι οι καλεσμένοι, ανάμεσά τους και οι 18 γενναίοι που ήλπιζαν για μια θέση στην καλύτερη ομάδα δολοφόνων στον κόσμο, τη Varia (τονίσαμε ότι είναι η καλύτερη ομάδα δολοφόνων στον κόσμο
έδειχναν να περνούν καλά, παρά τις αντιξοότητες και τα όχι και τόσο ενθαρρυντικά λόγια των αξιωματικών. Από δίπλα τους περνούσαν διάφοροι άντρες με κουστούμια, γυναίκες με εντυπωσιακά μακριά φορέματα, σχεδόν όλοι κρατώντας από ένα ποτό στο χέρι. Κλασική μουσική άρχισε να παίζει στο βάθος της αίθουσας, και μερικά ζευγάρια άρχισαν να χορεύουν στο κέντρο της σάλας με χάρη και κομψότητα. Κελαρυστά γέλια και ομιλίες ακουγόντουσαν από παντού. Η όλη ατμόσφαιρα απέπνεε ευγένεια και αριστοκρατία. Αλλά βεβαίως, κάποιοι αποτελούσαν τραγική παραφωνία.
«Senpai. Senpai. Senpai. Senpai.» Ο Fran, με τη μονότονη φωνή του και το αιώνιο βατραχίσιο καπέλο του, άρχισε να κολλάει δίπλα στον Belphegor. Mε κάθε ‘senpai’ τραβούσε και το μανίκι του συνεργάτη του και κέρδιζε κι από ένα στιλέτο στο καπέλο του. Ο πρίγκιπας Belphegor, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, διόλου δε φημιζόταν για την υπομονή του, κι αφού ο Fran μετά τα πρώτα 10 δευτερόλεπτα είχε γίνει πιο ενοχλητικός απ’ το ίδιο το ξυπνητήρι του, γύρισε να του μιλήσει:

«Τι θέλεις επιτέλους ηλίθιο βατράχι; Δε βλέπεις πως ο πρίγκιπας προσπαθεί ν’ απολαύσει αυτή τη σπάνια πριγκιπική ατμόσφαιρα που επιτέλους βρήκε πως ταιριάζει στην πριγκιπική προσωπικότητά του; Τι σ’ έπιασε;»
«Ισχύει και για τους ψεύτικους πρίγκιπες αυτό;» Απάντησε ο Fran, κερδίζοντας άλλο ένα στιλέτο. Τώρα πια το καπέλο του έμοιαζε με μαξιλαράκι για καρφίτσες. «Τέλος πάντων. Εγώ άλλο ήθελα να σου πω. Senpai, αν προσλάβουμε έστω κι έναν απ’ αυτούς τους τρελούς, εγώ θα φύγω.»
«Αλήθεια; Σισισισισι! …Και τι μου το λες; Καλά ξεκουμπίδια.»
«Επειδή δεν μπορώ να περάσω το σύστημα ασφαλείας μόνος μου, σκέφτηκα πως χρειάζομαι την πριγκιπική σου ιδιοφυία senpai.» Ήταν σίγουρος ότι ο Bel τον κοίταζε περίεργα μέσα απ’ τις ξανθές του αφέλειες. «Θα μπορούσαμε να κλεφτούμε. Βέβαια θα σε παρατήσω μόλις βγούμε έξω. Δεν θα ήθελα ποτέ να με αγγίξει ένας ανώμαλος σαν κι εσένα. Είμαι σίγουρος ότι στον ελεύθερό σου χρόνο διαβάζεις σαδομαζοχιστικά περιοδικά και φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε ακραία όργια. A, τρομακτικό, τρομακτικό.»

Ο Bel τον άρπαξε απ’ το λαιμό κι άρχισε να τον πνίγει, καθώς τον κουνούσε πέρα-δώθε. «Κ@λόπαιδο, ήρθες εδώ απλά για να μου σπάσεις τα νεύρα, έτσι δεν είναι; Πολύ καλά λοιπόν, θα σε κλέψω… απ’ τη ζωή την ίδια!!»
«Bel-chan, μη!!!» Ο Lussuria μπήκε ανάμεσά τους και προσπάθησε να συγκρατήσει τον Belphegor. «Θυμήσου τους καλεσμένους μας! Πρέπει κι εμείς να τους κάνουμε καλή εντύπωση! Ήδη μερικοί έχουν αρχίσει να μας υποτιμούν!»
Ο Levi, που τα άκουγε όλα παραδίπλα, τρελάθηκε απ’ τη χαρά μόλις έμαθε ότι ο Fran εξέφρασε επιθυμία να φύγει, και έτρεξε κατευθείαν στα πόδια του Xanxus, του οποίου τώρα γυάλιζε τα παπούτσια μετά το ξεσκόνισμα. «Αφεντικό, νομίζω πως υπάρχουν αρκετοί υποψήφιοι που πληρούν όλα τα κριτήρια, έτσι δεν είναι; Νομίζω πως κι εσύ έχεις ήδη εντοπίσει τους καταλληλότερους και… ε… α-α-αφεντικό;»
Υπάρχουν πολλά συναισθήματα που μπορεί να βιώσει στη ζωή του ένας άνθρωπος. Χαρά μπροστά σε μια επιτυχία. Λύπη μπροστά σ’ έναν αποχωρισμό. Θαυμασμό μπροστά σ’ ένα αριστούργημα. Και απλός και γυμνός τρόμος μπροστά σε ένα θηρίο που καταλαμβάνεται από άγρια δίψα για αίμα.
Ο Squalo, που είχε στριμώξει σε μια γωνία παραδίπλα τον General Vamp και τον Arthur Kirkland, οι οποίοι είχαν αγκαλιστεί τρέμοντας και κουρνιάσει στη θέση τους απ’ το μένος της κατσάδας του:

«VOOOOI!!! ΕΙΣΤΕ ΣΟΒΑΡΟΙ ΕΣΕΙΣ; ΕΔΩ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΤΕ ΝΑ ΜΠΕΙΤΕ ΣΕ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΤΗΣ ΜΑΦΙΑΣ, ΝΑ ΙΣΟΠΕΔΩΣΕΤΕ ΑΝΤΙΠΑΛΟΥΣ, NA KANETE ΣΤΥΓΕΡΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ, ΝΑ ΚΟΨΕΤΕ ΚΕΦΑΛΙΑ, ΟΧΙ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΤΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟΥ MASTER-CHEF ΚΑΙ ΝΑ ΚΟΨΕΤΕ ΚΑΡΟΤΑ! ΑΝΙΚΑΝΟΙ! ΑΧΡΗΣΤΟΙ! ΞΕΦΤΙΛΙΣΜΕΝΟΙ!... ΕΕΕΕ;» Το ένιωσε και εκείνος. Γύρισε την τελευταία στιγμή να δει τον Xanxus να θάβει τη μπότα του στο πρόσωπο του Levi, να τον εκσφενδονίζει δέκα μέτρα μακριά, να σηκώνεται πάνω, να βγάζει τα πιστόλια του και κατευθύνεται προς κάποιο μέρος της αίθουσας. Μέχρι και ο Bel σταμάτησε να πνίγει τον Fran. Όταν κατάλαβαν τι θα έκανε, ήταν πια πολύ αργά.
Ο Xanxus στάθηκε ακριβώς απέναντι από εκεί που μάλωναν ο Hidan, o Kakuzu και ο Szayel Aporro Granz. Πριν προλάβει να καταλάβει κανείς τι έγινε, σημάδεψε τον Kakuzu και τον πυροβόλησε κατευθείαν στο στήθος, καταστρέφοντας αυτοστιγμεί μια από τις πέντε καρδιές του. Τσιριχτά ακούστηκαν από παντού. Ο Κakuzu παραπάτησε αλλά κατάφερε να κρατηθεί όρθιος, περισσότερο απ’ το σοκ παρά απ’ την απώλεια της καρδιάς του. Στενεύοντας τα μάτια του, αγριοκοίταξε τον Xanxus, o oποίος τον κοίταζε πίσω εξίσου αγριεμένα.

«Σκουπίδι.» Ο Xanxus είπε σαν να έφτυνε. «Απ’ όσα ειπώθηκαν εδώ μέσα, τα δικά σου λόγια με νευρίασαν περισσότερο. Μην ξεχνάς ούτε λεπτό που βρίσκεσαι και τι ήρθες να κάνεις εδώ. Αν εσύ θέλεις να εξακολουθήσεις να μας υποτιμάς, αυτό είναι δικό σου θέμα. Απλά θα πρέπει να σου αποδείξω ότι κάνεις λάθος. Αν δεν σε ικανοποιεί η ομάδα μας, σήκω και φύγε αυτή τη στιγμή και τρέξε στην αγκαλιά του ιδανικού εργοδότη σου… Αν φτάσεις μέχρι εκεί ζωντανός.»
«Χα.» Τα μάτια του Kakuzu γελούσαν χαιρέκακα, καθώς ο Hidan έπαιρνε μια έκφραση απόλυτης σατανικής έκστασης, και ο Szayel ίσιωνε τα γυαλιά του με ενδιαφέρον. «Τελικά ίσως να μην είστε τόσο αδύναμοι όσο περίμενα. Ίσως να είστε ελάχιστα πιο ενδιαφέροντες… ελάχιστα όμως.» Είπε και άρχισε να ετοιμάζει το chakra του, ενώ ο Xanxus σήκωνε ξανά το πιστόλι του.
«ΚΑΘΑΡΜΑ ΑΦΕΝΤΙΚΟ, ΣΤΑΜΑΤΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ!» Ξαφνικά ο Squalo εμφανίστηκε δίπλα στον Xanxus, με τους υπόλοιπους παρά πόδας. «ΕΧΕΙΣ ΑΠΟΘΡΑΣΥΝΘΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣ; ΔΕ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ! ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΧΙ ΠΡΙΝ ΑΡΧΙΣΕΙ ΚΑΝ Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ!»
«Ε; Τι πράγμα; Ποια δοκιμασία; Μπορεί να σκοτωθούμε; Το στομάχι μου!» Σχολίασε με σπαστή φωνή ο Irie Shoichi, αλλά όλοι τον αγνόησαν.
Ο Xanxus τον κοίταξε. Μετά σημάδεψε πάλι τον Kakuzu. «Δες πας να δεις αν έρχομαι, σκουπίδι;»
Πριν προλάβει ο Squalo να πάθει κρίση υστερίας, η Mammon μπήκε ανάμεσα στον Kakuzu και στον Xanxus, ανοίγωντας διάπλατα τα χέρια της. «Όχι αφεντικό! Μην πυροβολήσεις! Σε εκλιπαρώ!»

Όλοι την κοίταξαν περίεργα. «Γιατί Μammon-chan;» Απόρησε ο Lussuria. «Τι συμβαίνει;»
«Νομίζω πως…» Η Mammon κόμπιασε πριν συνεχίσει. «Νομίζω πως βρήκα επιτέλους τον άντρα της ζωής μου!»
Έμειναν να την κοιτάνε. «…Εγώ;» Ρώτησε ο Kakuzu, γιατί ούτε αυτός το πίστευε.
«Επιτέλους, θα μπορώ να σταματήσω να κρύβω το φύλο μου!» Συνέχισε εκείνη. «Επιτέλους, βρήκα κάποιον που να μοιράζεται τις ίδιες ιδέες μαζί μου! Θα διοργανώνουμε δολοφονίες, όλα με τιμολόγιο, (θα έχουμε ξεχωριστό λογαριασμό βέβαια), τέρμα οι ανόητες σπατάλες, και θα ζούμε μια ζωή πλουτίζοντας, μακριά απ’ αυτούς τους ηλίθιους που δεν μπορούν να εκτιμήσουν την πραγματική αξία του χρήματος! Γιατί οι ιδέες είναι παροδικές, αλλά το χρήμα μένει για πάντα! …και να σου πω αγάπη μου, νομίζω πως έχεις χρεώσει τη δολοφονία κουταβιού πολύ φτηνά. Τουλάχιστον 100 ευρώ πρέπει να ζητάμε, άντε, 60 τελική τιμή.»
Ο πρώτος που σχολίασε, μετά από κάποια λεπτά σιγής, ήταν ξανά ο Lussuria.

«Κyaaaa, Mammon-chan, επιτέλους, σου χαμογέλασε η θεά του έρωτα! Απ’ τις πληροφορίες που έχω μαζέψει, δεν ξέρω αν ο συγκεκριμένος θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του συζύγου, αλλά κάτι διάβασα για πλοκάμια, οπότε-«
«VOOOOI, ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑΑΑΑΑ!!!» Ο Squalo τον έκοψε πριν προλάβει να μπει σε λεπτομέρειες.
Ο Fran γύρισε στον Belphegor. «Τι λες senpai? Τώρα φαντάζομαι το να κλεφτείς μαζί μου και να φύγουμε απ’ αυτό το τρελάδικο δε σου φαίνεται και τόσο κακή ιδέα.»
«Αρχίζω και το σκέφτομαι, βάτραχε… αρχίζω και το σκέφτομαι.» Απάντησε ο Belphegor, καρφώνοντας άλλο ένα στιλέτο στο καπέλο του Fran από συνήθεια.
O Xanxus, μετά απ’ αυτή τη στιχομυθία, αποχώρησε χωρίς να πει κουβέντα. Του είχε χαλάσει τελείως όλη η διάθεση για μάχη. Πήγε πάλι να κάτσει στην καρέκλα του, ενώ ο Levi σπαρταρούσε εκεί κοντά με ματωμένο πρόσωπο. «Α-Αφεντικό… Να σου βάλω λίγο ουίσκι…» Ο Xanxus τον αγνόησε και το πήρε μόνος του.
Καθώς έφερνε το ποτήρι στα χείλη του, όλα τα φώτα στη μεγάλη σάλα έσβησαν μονομιάς. Έξω είχε πια βραδιάσει προ πολλού. Η αίθουσα βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι.
Μουρμουρητά απορίας άρχισαν ν’ ακούγονται, τα οποία σύντομα μετατράπηκαν σε κραυγές πόνου, συνοδευόμενες από υπόκωφους ήχους. Οι κραυγές μετατράπηκαν με τη σειρά τους σε διαπεραστικά ουρλιαχτά και κλάματα, μόλις όλοι στη σάλα κατάλαβαν τι συνέβαινε. Επακολούθησε πανικός κι ακούστηκαν ξέφρενα ποδοβολητά, καθώς όλοι άρχισαν να τρέχουν στα τυφλά, σπρώχνοντας και ρίχνοντας άλλους, πέφτοντας και οι ίδιοι. Κάπου-κάπου άκουγες παρακάλια και προσευχές, τα οποία όμως έσβηναν με ένα σύντομο πνιχτό ήχο.
Παρόλο που δε μπορούσε να δει κανείς τίποτα, ο Fran κοίταξε με την άκρη του ματιού του το παράθυρο, το μόνο μέρος το οποίο φώτιζε το λιγοστό φως του φεγγαριού, να στολίζεται με μια κόκκινη ομοιόμορφη γραμμή. Ένιωσε ένα χέρι να του αρπάζει το πόδι. Το αισθανόταν μικρό με μακριά νύχια, οπότε πρέπει ν’ άνηκε σε γυναίκα.

«Στο είχα πει να κλεφτούμε, senpai.» Μονολόγησε, καθώς κλωτσούσε μακριά το χέρι και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άκουγε τη χαρακτηριστική πνιχτή φωνή, με τα μάτια του ακόμη καρφωμένα στο κόκκινο υγρό που κυλούσε πάνω στο γυαλί, σχηματίζοντας παράλληλα ρυάκια κάτω απ’ τη γραμμή απ’ την οποία ξεκινούσαν. «Τώρα πια είναι πολύ αργά.»
ΛΙΣΤΑ ΠΑΙΚΤΩΝ


















Πέφτει η νύχτα, μοιράζονται οι ρόλοι.