Συνεδρίαση Έβδομη

Οι εναπομείναντες 15 υποψήφιοι σχημάτισαν μερικές ομάδες και άρχισαν να συγυρίζουν, δυσανασχετώντας, αλλά η αλήθεια ήταν ότι ούτε κι εκείνοι άντεχαν τη μπόχα. Είχαν συνηθίσει στη θέα των πτωμάτων – άλλωστε τους περισσότερους δεν τους ενοχλούσε εξαρχής – αλλά η βρόμα και η μυρωδιά ήταν αφόρητες, κι όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση δυσκόλευε.
Βέβαια μερικούς εξακολουθούσε να μην τους πειράζει.
«Το σφουγγάρισμα δεν είναι για Βίκινγκς! Το σφουγγάρισμα είναι για τις ‘πατσαβούρες’!» Είπε ο Askeladd παρατώντας με θόρυβο το δικό του κουβά, χύνοντας τα νερά κάτω. «Που ακούστηκε, κοτζάμ Βίκινγκ, να συμμαζεύει μετά τη σφαγή! Αν δεν κάνουμε λεηλασίες και πλιάτσικο, γιατί να κάνουμε τις Σταχτοπούτες!»
«Α! Μη χύνεις τα νερά κάτω!» Φώναξε ο Saotome Genma, κι έτρεξε να μαζέψει το χάλι. «Κοίτα να δεις που βρέθηκα με όλους τους αγροίκους – θα το δω ως δοκιμασία για την εκπαίδευσή μου. Δεν αντέχεται πια αυτός ο χαμός, οι τύποι εδώ δεν έχουν την παραμικρή πειθαρχία! Έτσι και ήμασταν στο dojo μου τώρα…» Άρχισε να μουρμουράει, αλλά ο Norihiko Yokoya τον έλουσε απροειδοποίητα με κρύο νερό, και ο μεγάλος άντρας ξαφνικά μεταλλάχτηκε σε πάντα.

«Θέλετε να μας πείτε δηλαδή, κύριε Askeladd, ότι εσείς ευθύνεστε για τη σφαγή εδώ μέσα, έτσι δεν είναι; Kufufufufu.» Ρώτησε με στενεμένα τα μάτια και με χαμόγελο ο Yokoya, ενώ ο Saotome Genma συνέχισε να προσπαθεί να συμμαζέψει, αλλά χωρίς επιτυχία, και ο Fran κοίταζε τριγύρω μπας και βρει τον παλιό του δάσκαλο, γιατί το γέλιο του τον θύμιζε. «Μάλιστα. Αυτή είναι πολύτιμη πληροφορία που μόλις έμαθα. Αναρωτιέμαι για πόσο θα μπορώ να την πουλήσω σ’ αυτούς εδώ… τι θα μου χρωστάνε.» Είπε και γέλασε ξανά, καθώς ένα απ’ τα ποντίκια του έβγαινε απ’ την άκρη του μανικιού του και καθόταν στην παλάμη του.
Ο Askeladd γύρισε και τον κοίταξε αφ’ υψηλού, λες και κοίταζε πραγματικό ποντίκι. «Νοrihiko Yokoya δε σε λένε εσένα; Είχα ακούσει ότι είσαι έξυπνος τύπος. Προφανώς, δεν αληθεύουν οι φήμες.» Τα γέλια του Yokoya κόπηκαν απότομα και σοβάρεψε. «Σας έχω πει ήδη ποιος είμαι. Αν εσείς δε θέλετε να με πιστέψετε, το δικό σας λάκκο θα σκάψετε… Όχι ότι μπορεί κάποιος από εσάς να με σκοτώσει, βέβαια.» Χωρίς προειδοποίηση, τράβηξε τη σπάθα του, και την κατέβασε με δύναμη, αποκεφαλίζοντας τον Yokoya μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, προτού προλάβει να καταλάβει καν τι συνέβαινε. Το σώμα του έπεσε άψυχο στο πάτωμα ενώ το αίμα ανάβλυζε απ’ το λαιμό του, κάνοντας τον Saotome Genma να φρικάρει ακόμα περισσότερο με το χάλι που δε μπορούσε να μαζέψει. «Αν έχει κάποιος άλλος καμιά απορία, εμπρός, να βγει μπροστά.»
«Εγώ έχω μία.» Ακούστηκε μια βαριά φωνή από το βάθος της αίθουσας. Προς μεγάλη έκπληξη και τρόμο όλων, ο Xanxus είχε ανοίξει τα μάτια του και σηκωθεί απ’ την καρέκλα του, περπατώντας προς το μέρος του Askeladd. «Εσύ δεν ήσουν αυτός που είχε μιλήσει για μια μονομαχία; Αναρωτιέμαι αν έχεις τα κότσια να την εκπληρώσεις.» Είπε, βγάζοντας τα πιστόλια του.
Ο Askeladd άρχισε να γελάει. «Αν έχω τα κότσια να την εκπληρώσω; Επιτέλους, άκουσα και κάτι καλό!» Μετά σοβάρεψε κάπως, αλλά συνέχισε να χαμογελάει. «Μα και βέβαια τα έχω, ‘αφεντικό’. Έλα να δούμε ποιος απ’ τους δύο μας έχει πιο πολλά.»
Ο Fran δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη σχολιάσει. «Ασφαλώς. Γιατί είναι σπαθί εναντίον πιστολιού. Μαντέψτε ποιος θα νικήσει.»
«Άστα αυτά βάτραχε. Έχουμε δουλειά εμείς.» Του θύμισε ο Belphegor.
«Α, σωστά senpai.» Θυμήθηκε ο Fran και τον ακολούθησε χωρίς διαμαρτυρίες. Χωρίς να καταλάβει τίποτα ο Saotome Genma, βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά του. Τους κοιτάξε. Τον κοίταξαν.
«Ουσισισισισι, έλα καλό μου πάντα, κάτσε ήσυχο.» Είπε ο Belphegor, γελώντας σατανικά και βγάζοντας στιλέτο. «Ο πρίγκιπας θέλει καινούργια γούνα για το χειμώνα!»

«Σου εγγυούμαστε ότι δε θα πονέσεις πολύ… εκτός βέβαια από τη στιγμή που θα σε γδέρνουμε. Εκεί μάλλον θα πονέσεις.» Είπε και ο Fran, ενώ ο Genma λούφαζε όλο και περισσότερο, καθώς οι σκιές τους έπεφταν όλο και πιο σκοτεινές πάνω του.
Στην άλλη μεριά της αίθουσας, ο Askeladd έπεφτε με λύσσα πάνω στον Xanxus, o οποίος όμως τον απέφευγε μ’ ευκολία. Σε σύγκριση με τα καθημερινά ρούχα του Xanxus, μια πανοπλία Βίκινγκ έκανε τις κινήσεις αδιαμφισβήτητα πιο δύσκολες. Παρόλ’ αυτά, ο Askeladd πολεμούσε γενναία. Όταν τον βρήκε η πρώτη σφαίρα, δε σταμάτησε. Ούτε όταν τον βρήκε η δεύτερη. Ούτε η τρίτη.
Παρά τις γενναίες του προσπάθειες, γρήγορα φάνηκε ότι ο Askeladd έχανε έδαφος. Στο τέλος, έγειρε στον τοίχο εξαντλημένος απ’ τα τραύματά του. «Τελικά… δεν μπορώ ν’ αναμετρηθώ… με τους καιρούς, έτσι δεν είναι;» Χαμογέλασε πικρά.

Ο Xanxus τον κοίταζε απλά, πριν σηκώσει το όπλο του. «Είσαι γενναίος πολεμιστής, Lucius Artorius Castus.» Είπε το πραγματικό όνομα του Askeladd, ξαφνιάζοντας τους πάντες. «Πήγαινε πίσω, εκεί όπου ανήκεις.» Και του έδωσε τη χαριστική βολή. Το κεφάλι του Askeladd τινάχτηκε πίσω, και μετά κρεμάστηκε μπροστά, λούζοντας το υπόλοιπο σώμα με αίμα.
«Αφεντικό! Ήσουν τόσο κουλ! Τόσο υπέροχος! Ποιος να συγκριθεί μαζί σου, αφεντικό!» Άρχισε να πλέκει το εγκώμιο στον Xanxus ο Levi, αλλά το αφεντικό της Varia πάλι δεν του έδωσε σημασία και απλά τον προσπέρασε. Ακόμα κι έτσι, ο Levi είχε συνηθίσει, οπότε άρχισε να τον ακολουθεί κατά πόδας, χωρίς να μπορεί να το βουλώσει.
Επέστρεφαν στην ομάδα τους κι ο Belphegor με τον Fran, o μεν Bel κουβαλούσε στους ώμους ο, τι είχε απομείνει απ’ τον Genma. «Σισισισι, ωραίο τρόπαιο, δε συμφωνείς βάτραχε;»
«Στους αναγνώστες μας: Οι σκηνές ήταν υπερβολικά βίαιες, γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να τις δείξουμε.» Δήλωσε ο Fran. «Κρίμα. Αν αυτό το πάντα ήξερε κουνγκ φου, θα μπορούσε να ήταν και ο σωματοφύλακάς σας.»
«Kyaaaaa, τι υπέροχη γούνα!» Εκστασιάστηκε ο Lussuria. «Βel-chan, Bel-chan, θα μου τη δανείζεις;»
«Αποκλείεται. Σισισισισι! Θα τη δανείζω όμως στη Mammon, αν τη θέλει.»
«Δεν παίρνω τίποτα χωρίς χρηματικό αντίτιμο. Το ξέρεις.» Του αντιγύρισε εκείνη. «Να πάρω και να δώσω κάτι δωρεάν είναι έξω απ’ τις αρχές μου.»
«Γι’ αυτό έχεις μείνει μόνη σου, σισισισισι!» Πριν προλάβει η Mammon να τον ξεφτιλίσει, ο Fran άρχισε να του τραβάει πάλι το μανίκι.
«Senpai. Senpai. Senpai. Senpai.» Ο Bel γύρισε και τον κοίταξε. Αυτή τη φορά, τα μάτια του Fran ήταν καρφωμένα κάπου στο βάθος της αίθουσας.
«Τι είναι επιτέλους βάτραχε;;;»
«Κουνιέται.» Είπε ο Fran, κι έδειξε με το δάχτυλό του.
«Τι κουνιέται;»
«Αυτό.» Ο Fran συνέχισε να δείχνει. Όλη η Varia κοίταξε προς τα πού έδειχνε, και ήταν το πτώμα του Yokoya.
«VOOOOI, ΠΩΣ ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ; ΠΑΨΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΛΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΞΑΝΑΔΕΙ ΠΤΩΜΑ, FRAN!» Αντιγύρισε ο Squalo.
«Λοχαγέ, εγώ σας λέω ότι κουνιέται.»
«ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΛΕΣ ΒΛΑΚ-«
Και ξαφνικά, το ακέφαλο πτώμα του Yokoya πετάχτηκε όρθιο, και σκίστηκε στα δύο. Από μέσα πρόβαλλε ένα πλάσμα ζαρωμένο, καχεκτικό, με μεγάλο κεφάλι, μακρύ λαιμό, και τεράστια μάτια. Όλοι έμειναν να το κοιτάζουν. Αυτό άπλωσε το μακρύ του χέρι, και ο δείκτης του έλαμπε.

«Ε…Τ.» Άρχισε να λέει με μια περίεργη φωνή. «Ε…Τ. Phone… hoooooome. Phone… hooooooome.»
Έμειναν και το κοίταζαν.
«ΕΓΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΤΟ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ!» Τσίριξε ο Squalo. «ΔΩΣΤΕ ΤΟΥ ΜΙΑ ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ!»
«Λοχαγέ, είσαι άκαρδος.» Είπε ο Fran. «Μόλις κατέστρεψες τις παιδικές ηλικίες όλων μας.»
«ΝΑ ΤΟ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ, ΟΧΙ ΕΓΩ!»
«Μα κι εμείς μαύρα φοράμ-«
Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. «Phone… hooooome!» Συνέχιζε να λέει ο εξωγήινος, όλο και πιο πνιχτά. Αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Όλοι είχαν προσηλώσει το ενδιαφέρον τους στην πόρτα. Πάνε μέρες από τότε που είχαν δει κάποιον άλλο.
«Ν’ ανοίξουμε, αφεντικό;» Ρώτησε ο Levi. O Xanxus έγνεψε καταφατικά. Ο Levi άνοιξε προσεκτικά την πόρτα, και στο κατώφλι ξεπρόβαλλε ο…
«Phone… hoooooome!» Έβγαλε μια τελευταία απεγνωσμένη κραυγή ο εξωγήινος και σωριάστηκε κάτω, νεκρός και αφυδατωμένος.
Στο κατώφλι στεκόταν o Giovanni, γνωστός μαφιόζος της περιοχής, ο οποίος είχε μανία με τα ζώα… και με το να τα βάζει να πολεμάνε μεταξύ τους. «Ήρθα να σας διαγωνιστώ πρόσωπο με πρόσωπο κι εγώ, Varia. Τέρμα η πόζα ως Άγνωστος Χ. And I gotta catch ‘em all!»
Ο Lussuria του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.
«VOOOOOI, TI KANEIΣ ΕΚΕΙ ΟΚΑΜΑ;»
«Δεν είναι bishounen, δεν μπαίνει μέσα!» Πάτησε το πόδι του κάτω ο Lussuria, ενώ ο Levi άνοιγε την πόρτα και ζητούσε συγνώμη για το καρούμπαλο.
«Σισισι, άρχισε και η επόμενη μέρα λοιπόν… για να δούμε τι θα δούμε.» Γέλασε ο Belphegor. Δίπλα του, ο General Vamp είχε αποκτήσει κάτι χείλη διπλάσια απ' αυτά που ήδη είχε. «Τι έγινε στρατηγέ, έριξα λίγο τσίλι στο φαγητάκι σου και δε μπορείς πια ούτε να μιλήσεις; Α, τι κρίμα, τι κρίμα! Σισισισισι!» Γέλασε ξανά, βλέποντας τον GeneralVampνα καταπίνει μπουκάλι μετά από μπουκάλι τα νερά, αλλά να μην μπορεί με τίποτα ν’ ανοίξει πια το στόμα του.
ΛΙΣΤΑ ΠΑΙΚΤΩΝ


















Ξημέρωσε.
Ο silencer σώπασε τον General Vamp (Vagelio).
H νύχτα θα πέσει αύριο Παρασκευή στις 5 το απόγευμα.
Edited by DoB, 28 February 2013 - 12:34.