Posted 01 August 2008 - 14:42
Αυτό το είδα σήμερα, και μοίαζει με επισόδειο από άνιμε.
Είμαι σαν σε μια άλλη πραγματικότητα. Δουλεύω κάπου, και έχω το ίδιο αφεντικό που έχω και τώρα, αλλά διαφορετική δουλεία. Είναι κάτι σαν φαστ φουντ με λίγα τραπεζάκια. Κάπου εκεί υπάρχει ένα σαν λούνα παρκ, που έχει πολλά μηχανήματα με μπαλάκια σαν αυτό στου κονάτα. Είναι ο Zauk κουστουμαρισμένος εκεί σε κάποια φάση. Όσοι παίρνουν μπαλάκια παραπονιούνται, αλλά δεν θυμάμαι το λόγο.
Κάποια στιγμή ανεβαίνω σε ένα ύψωμα, που κάνουν μπάνιο πάνω, σαν να είναι θάλασσα σε ψηλό επίπεδο. Μια απότομη πλαγιά οδηγεί κάτω στο χαμηλότερο επίπεδο της θάλασσας. Υπάρχει ένας φράχτης, και κοιτάω από ένα άνοιγμα. Βλέπω ψάρια να πηδάνε, αλλά όχι κανονικά ψάρια, σαν μεταλλαγμένα κάπως είναι. Άνθρωποι ψαρεύουν-δεν πιστεύω ότι ψαρεύουν αυτά τα ψάρια. Έρχεται μια κοπέλα, και της λέω "το πιστεύεις;". Δεν μου απαντάει, αλλά με παίρνει από εκεί. Μου κρατάει το χέρι, και κάπου μπλέκουν τα δάχτυλα μας. Φιλιόμαστε, χωρίς να πούμε τίποτα, είναι κάτι που θέλουμε και οι δύο.
Μετά έχουμε ένα γατάκι, ένα ζωάκι τέλος πάντων. Πάμε βόλτα μαζί με την κοπελά (δεν έχω δει το πρόσωπό της - θυμάμαι μόνο ότι έχει κοντά μαλλία) σαν απογευματινό περίπατο. Περπατάμε και έχω το ζωάκι στην αγκαλία μου, το κρατάω πολύ στοργικά. Από την αντίθετη πλευρά περνάνε διάφοροι, σχεδόν όσοι είχα δει πιο πριν στο όνειρο. Σε κάποια στιγμή βλέπουμε και τους 2 βασικούς ήρωες από το potemayo, που σπρώχνουν ένα καροτσάκι και έχουν μέσα την ποτεμαγίο και άλλο ένα τέτοιο πλασματάκι. Συναντάμε και άλλους δύο τύπους, τους ρωτάμε εσείς τι ρόλο παίξατε, και μας λένε εμείς είμασταν τα pretty boys. Φανταστείτε το όλο σκηνικό, σαν ένα κυριακάτικο πρωί παλιότερης εποχής, που οι γονείς έβγαζαν βόλτα τα παιδάκια τους. Μοίαζει σαν να τελειώνει εκεί η ιστορία, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Αλλά όχι.
Συνεχίζουμε να περπατάμε, και φτάνουμε στο σταθμό του τρένου στο Μοναστηράκι.
Το γατάκι στο μεταξύ όλο και μίκρενε. Στην αρχή χωρούσε στην τσέπη μου, μετά στην παλάμι μου. Έδειχνε ανύσηχο και όλο προσπαθούσε να φύγει, αλλά το κρατούσα για να μην χαθεί. Σε κάποια στιγμή άρχισε να πετάει σπίθες, το κρατούσα πια και με τα δύο χέρια, και πονούσα. Μου έπεσε, το έπιασα στον αέρα. Και ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε σκυλάκι, μικρό, σαν ψεύτικο. Όμως και αυτό άρχισε να χαλάει. Του έφευγαν κομμάτια από το δέρμα του, που ποια ήταν σαν πυλός, σαν χαρτί. Άρχισε να σπάει, και στην προσπάθεια μου να το πίασω, το διέλυσα. Μόνο το κεφάλι του έμεινε πανώ στα σκαλοπάτια. Έπεσα κάτω, και άρχισα να κλαίω. Του φώναζα ζήσε ζήσε. Τα μάτια του ήταν άδεια. Και τότε τα δάκρυα μου έγιναν σαν ποτάμι, που έτρεχε, και το κεφαλάκι του ήταν μέσα τους. Μια λάμψη στα μάτια του, και στο ποτάμι των δακρύων εμφανίστηκαν άλλα ζωάκια.
Κάπου εκεί ξύπνησα, αλλά το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό! Ξύπνησα και ένιωσα ηρεμία, ασφάλεια. Και ήταν σαν να έχω βιώσει συναισθήματα. Τη σιγουρία που νιώθεις όταν κάποιος σου κρατάει το χέρι, ένα αίσθημα στοργής και αγάπης, όπως όταν κρατάς ένα μωρό στην αγκαλία σου, πόνο για την τραγική κατάληξη, ελπίδα για το μέλλον.