Kεφάλαιο Τέταρτο

Από πολύ νωρίς στη διάρκεια αυτής της μέρας, ένας ήταν αυτός που είχε τραβήξει πάνω του όλα τα βλέμματα. Ο Uryuu Ryuunosuke καθόταν σιωπηλός και παρατηρούσε όλους τους υπόλοιπους, πώς τον κατηγορούσαν, τι έλεγαν, τις κινήσεις τους, τα βλέμματά τους. Με κάθε λεπτό που περνούσε, το χαμόγελό του γινόταν όλο και πιο πλατύ. Εκνευρισμός, απελπισία, σύγχυση, φόβος. Αυτό του φανέρωναν οι κινήσεις τους. Κάθε φορά που κάποιος άνοιγε το στόμα του, το στήθος του γέμιζε με όλα τα έντονα συναισθήματα που μπορούσε ποτέ να ζητήσει, καθώς αντίκριζε τον έσχατο κίνδυνο: Αδρεναλίνη. Έκσταση. Μέθη. Το αίμα του έβραζε, όπως έβραζε και των υπόλοιπων. Στο τέλος δεν μπόρεσε να κρατηθεί:
«Χαααααχαχαχαααχα!!! Είναι υπέροχο! Είναι τέλειο! Είναι τζάμι!» Επιτέλους φώναξε, με όλο του το είναι, και εκείνη τη στιγμή, κανείς δεν αμφισβήτησε την ειλικρίνειά του. «Συγκρουστείτε περισσότερο! Μισείστε και μισηθείτε περισσότερο! Και στο τέλος, θα έχουμε το πιο απίστευτο, υπέροχο, ανεπανάληπτο αριστούργημα που παίχτηκε ποτέ στην ιστορία των φόνων! Μιλάμε για τέχνη μάγκες, όχι αστεία! Για τέχνη!» Συνέχισε να γελά μανιακά, για λίγα λεπτά ακόμα, μέχρι που άφησε το γέλιο του να σβήσει σταδιακά και απαλά. Έμεινε μ’ ένα παγωμένο, μεγάλο χαμόγελο, και μάτια που κοιτούσαν το ταβάνι χωρίς να βλέπουν για λίγο, και το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω. «Είναι κρίμα όμως…» Είπε μακρόσυρτα. «Το ότι εγώ θα ήμουν ο πρώτος που θα πέθαινε… χωρίς να δει το μακελειό που θα ακολουθήσει από εδώ και πέρα… Είναι πραγματικά κρίμα.» Γύρισε και κοίταξε τους αξιωματικούς της Varia. Ο Belphegor με τον Lussuria έμοιαζαν ευχαριστημένοι, ο Squalo με τον Levi όχι, και ο Xanxus με τον Fran παρέμεναν ανέκφραστοι όπως πάντα. O Squalo κοίταξε με τη σειρά του τον Belphegor, και του έκανε νόημα.

«Ουσισισισισι, αυτό περίμενα κι εγώ!» Είπε ο Belphegor και άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του Ryuunosuke, ο οποίος τον παρακολουθούσε να έρχεται προς το μέρος του, χωρίς να φύγει το χαμόγελο απ’ τα χείλη του.
«Μα Squaloooo!» Παραπονέθηκε ο Lussuria. «Κοίτα τι υπέροχο bishounen που είναι! Αφού ξέρεις ότι τους έχω αδυναμία! Γιατί δεν τον αφήνεις σ’ εμένα; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ξέρεις τι ωραία που θα πήγαινε στη συλλογή μου με τα πανέμορφα πτώματα; Τώρα ο Bel-chan θα τον καταστρέψει τελείως!»
«ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΘΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΙ! ΣΚΑΣΜΟΣ OKAMA!» Φώναξε ο Squalo, φανερά δυσαρεστημένος. «ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΣΑΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗΓΙΑ ΓΙΑΤΙ ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ! ΑΛΛΑ ΚΟΙΤΑ ΤΩΡΑ! ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΠΡΩΤΟΣ! Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΙ, ΛΙΓΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ!»
«Απογοητευτικό. Απογοητευτικό.» Κούνησε το κεφάλι ο Levi. «Το αφεντικό δε θα είναι καθόλου ευχαριστημένο… ε, αφεντικό;» Ρώτησε τον Xanxus, αλλά εκείνος ούτε που καταδέχτηκε ν’ απαντήσει. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον Belphegor και τον Ryuunosuke.
«Σισισισι, είναι ώρα να σου δείξω τον πιο συναρπαστικό θάνατο που θα αντικρίσεις ποτέ, ‘μάγκα’ μου. Τον δικό σου.» Είπε ο Belphegor, βγάζοντας τα στιλέτα του. Ο Ryuunosuke όμως εξακολουθούσε να χαμογελά.
«Ααχαχαχ, δεν αμφιβάλλω πως θα είναι ο καλύτερος.» Του απάντησε. «Θέλω όμως τόσο πολύ να δω τη συνέχεια! Πεθαίνω να δω τη συνέχεια!» Κελάηδησε ξέγνοιαστα. «Γι’ αυτό, μήπως θα μπορούσες να με αφήσεις λίγο να δω κι άλλους τζαμάτους θανάτους, και να με σκοτώσεις τελευτ-«
Το στιλέτο του Belphegor καρφώθηκε κοντά στο στήθος του Ryuunosuke πριν προλάβει ο δεύτερος να τελειώσει την πρότασή του, και να βγάλει το δικό του μαχαίρι για να αντεπιτεθεί, όχι όμως στην καρδιά του.
«Υποθέτω πως… όχι… ε;» Είπε με κόπο ο Ryuunosuke, εξακολουθώντας να χαμογελά. Προς μεγάλη έκπληξη όλων των καλεσμένων, τα στιλέτα του Belphegor άρχισαν να αιωρούνται γύρω του, σε απόλυτο συγχρονισμό και τάξη, λες και τα έλεγχε με τηλεπάθεια.
«Να σου δώσω ένα μάθημα, χωριάτη. Σισισι!» Ο Belphegor διασκέδαζε με την καρδιά του. «Κανείς.» Ένα στιλέτο βρήκε τον Ryuunosuke στο δεξί του πόδι. «Δε λέει.» Στο αριστερό. «Στον πρίγκιπα.» Στο δεξί χέρι. «Τι.» Στο αριστερό χέρι. «Να κάνει.» Στην κοιλιά. Κι από εκεί και πέρα, το σώμα του Ryuunosuke άρχισε να κόβεται από παντού. Τα στιλέτα που είχε ήδη πάνω του έκαναν την επίθεσή τους, υποχωρούσαν, ξαναβυθιζόντουσαν στη σάρκα του. Εκείνος άρχισε να γελάει μανιακά, ανάμεσα στα χαχανητά μπορούσες ν’ ακούσεις και την χροιά του πόνου στη φωνή του, αλλά τα ψυχασθενικά γέλια ήταν πολύ δυνατότερα. Ο Ryuunosuke ευχαριστιόταν το θάνατό του, τόσο, όσο ο Belphegor ευχαριστιόταν να τον βασανίζει. Άτυπα, ήταν ένας αγώνας για το ποιος θα λυγίσει πρώτος. Ο Ryuunosuke θα παρακαλούσε για έλεος, ή ο Belphegor θα έχανε την ψυχραιμία του;
«Bye, bye, Ryuunosuke-san.» Ο Fran άρχισε να κουνάει ένα μαντήλι. «Κρίμα. Θα μπορούσες να είχες κάνει καλή παρέα με τον Bel-senpai. Μοιράζεστε την ίδια ψυχοπάθεια.»
«Δε σας το είπα, το κατέστρεψε το κορμάκι!» Ο Lussuria ήταν δυσαρεστημένος. «Αυτά είναι βέβηλες πρακτικές, και… Mammon-chan; Πού είσαι;»
Μέσα σε όλο το χαμό, είχαν ξεχάσει τη Mammon, η οποία καθόταν κουλουριασμένη σε μια γωνιά, κρατώντας μούτρα και μη δίνοντας σημασία σε οτιδήποτε γύρω της. «Εδώ…» Απάντησε καταθλιπτικά.
«Ω! Mammon-chan! Mην κάνεις έτσι!» Ο Lussuria έτρεξε στο πλάι της. «Δες το απ’ την καλή πλευρά! Ήταν η πρώτη σου απόρριψη! Μεγαλώνεις! Θα του δείξω εγώ του σάτυρου, που σε πλάνεψε και σε παράτησε έτσι, λες και θα βρει πουθενά καλύτερα…»
«Έι. Mammon.» Είπε ξαφνικά ο Belphegor, καθώς ο Ryuunosuke ψυχορραγούσε στα πόδια του, με τα σωθικά του χυμένα στο πάτωμα. Δεν ήταν σε πολύ καλή διάθεση, γιατί ο τρελάρας μπροστά του – ποιος μιλάει τώρα – εξακολουθούσε να γελάει, και θα το πήγαινε μέχρι την τελευταία του ανάσα. Του ήρθε όμως μια ιδέα, που του έφτιαξε το κέφι. Συγκέντρωσε τα στιλέτα του στο στήθος του Ryuunosuke, και τα βύθισε, με απόλυτη ακρίβεια, γύρω απ’ την καρδιά, κόβοντας τη και επιτέλους, χαρίζοντας στο Ryuunosuke το θάνατο. Μετά έβαλε το χέρι του, την έβγαλε, καθώς αυτή ακόμα παλλόταν, και την έτεινε στη Mammon. «Ορίστε μια καρδιά. Δε χρειάζεσαι καμία απ’ τις άλλες τέσσερις-πέντε.»
Ο Fran δε μπόρεσε να κρατηθεί. «Τι ρομαντικός που είσαι, senpai! Ακριβώς ο,τι ζητάει μια γυναίκα!»
«Σισισισι, και βέβαια είμαι! Είμαι ο πρίγκιπας!»
«Αλήθεια, τι έχει συνέχεια; Ρομαντικό δείπνο με λουκάνικα και κοκορέτσια;» Είπε, καθώς το βλέμμα του έπεφτε στην ανοιχτή κοιλιά του Ryuunosuke.
«Βατράχι, θα σε διαμελίσω κι εσένα!»
«Κι οι άνθρωποι αναρωτιούνταν,» μονολόγησε η Mammon, ακόμη στην κατάθλιψη, «γιατί δεν αποκάλυπτα το φύλο μου σ’ αυτούς εδώ τόσα χρόνια…»
«ΤΟ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ, ΗΛΙΘΙΑ!» Την έκοψε ο Squalo. «ΓΙΑΤΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΙΟ ΕΠΙΕΙΚΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΣΟΥ;»
«Ε…; Το είχαμε…;» Ξέφυγε του Levi. Μετά ξερόβηξε. «Ε… γκχμ… θέλω να πω… ασφαλώς και το είχαμε!»
«Ω, ο λοχαγός μόλις ομολόγησε ότι είχε απώτερο σκοπό!» Χαχάνισε ο Lussuria.
«VOOOOI, ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ, *μπιιιιιπ* LUSSURIA!»
«Η έντονη άρνηση είναι το πρώτο σημάδι ενοχής. Είσαι απαράδεκτος Λοχαγέ.» Σχολίασε ο Fran, αγνοώντας τα στιλέτα του Belphegor. «Και να φανταστείς, η Mammon τότε ήταν μωρό. Νομίζω πως πρέπει να σε αναφέρουμε σε κάποιο ίδρυμα.»
«ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΝΑ ΛΕΤΕ *μπιιιιιπ*, ΚΑΙ Η ΡΟΖΟΜΑΛΛΟΥΣΑ ΓΥΑΛΟΦΟΡΕΜΕΝΗ ΜΟΔΙΣΤΡΟΥΛΑ ΘΑ ΒΓΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΑΣΥΡΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟ!!! ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ ΠΟΥ-«
Ξαφνικά, όλοι θυμήθηκαν τι είχε πει ο Szayel περί ωαρίων. Το σκέφτηκαν λίγο. Μετά κοίταξαν όλοι τον Xanxus μονομιάς. Τους κοίταξε πίσω. Τον κοίταζαν. Και τον κοίταζαν. Και τον κοίταζαν.
Και ασφαλώς τον εκνεύρισαν. Κι αυτή τη φορά, πολύ.

«ΤΡΕΞΤΕ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ!» Συμβούλεψε ο Squalo, καθώς ο Xanxus σηκώθηκε και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως ο, τι κινιόταν μέσα στην αίθουσα, και οι υπόλοιποι αξιωματικοί την έκαναν από δέκα μεριές. Ο ήλιος έδυε, πράγμα που έκανε την φυγή και τις κρυψώνες πιο εύκολες, καθώς όλοι διασκορπιζόντουσαν μέσα στο μεγάλο μέγαρο.
«ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΠΑΛΙ ΕΔΩ, ΟΛΟΙ ΣΑΣ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ;» Λίγο δύσκολο να μην άκουγες τη φωνή του Squalo, ακόμα και μέσα σ’ ένα τόσο μεγάλο μέγαρο.
ΛΙΣΤΑ ΠΑΙΚΤΩΝ


















Έπεσε η νύχτα.
Περιμένω pm απ' όλους σας μέχρι αύριο στις 2 το μεσημέρι το αργότερο. Η μέρα θα ξημερώσει πάλι το αργότερο την Τρίτη στις 02:00 το πρωί.