Παρουσίαση Ενδέκατη

O Szayel Aporro Granz παρακολουθούσε τους πάντες με μειωμένο ενδιαφέρον. Για εκείνον, η συζήτηση είχε πια τελειώσει. Δεν ήταν διατεθειμένος να κάτσει άλλο ν’ ασχοληθεί με όντα τόσο κατώτερα της νοημοσύνης και του λεπτού του (και πάνω απ’ όλα, χωρίς υπονοούμενα) χιούμορ. Ήταν τόσο ανόητοι, που δεν μπορούσαν ούτε να κατανοήσουν το απόλυτο στιλιστικό του γούστο. Άθλιοι. Και να φανταστείς ότι είχε περάσει τα βράδια του όχι απλά μη σκοτώνοντας, αλλά προστατεύοντας κάθε φορά έναν από δαύτους. Τι εξευτελιστικό για έναν επιστήμονα Espada, να μην μπορεί να κάνει ούτε ένα πείραμα, τη στιγμή που υπήρχαν τόσα δείγματα τριγύρω! Η υπομονή του δεν ήταν ανεξάντλητη. Σίγουρα θα…
«Szayel Aporro Granz!» Στάθηκε μπροστά του ο Levi, βγάζοντας ένα χαρτί. Όλοι έστρεψαν την προσοχή τους πάνω του, κάνοντας τον Levi λίγο νευρικό, αλλά παρόλ’ αυτά ξερόβηξε και συνέχισε. «Σύμφωνα με διαταγή του Αφεντικού, - η οποία, να τονίσω, είναι σημαντικότερη από τη διαταγή του Ιησού Χρηστού, του Αλλάχ ή του Βούδα – αυτή τη νύχτα πρέπει να καταδικαστείς σε θάνατο για…»
Ασφαλώς, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Ο Szayel, με μια απλή κίνηση του χεριού του, τον τίναξε στην άκρη τόσο δυνατά, που ο Levi σκάζοντας στον τοίχο άφησε αποτύπωμα. «Επιτέλους…» Ψιθύρισε, καθώς ο Levi γλιστρούσε κάτω, μουγκρίζοντας απ’ τον πόνο. «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!» Φώναξε ο Szayel, και άρχισε να γελά όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Επιτέλους μπορώ να σας ξεφορτωθώ όλους και να βάλω τέλος σ’ αυτό το ανιαρό φιάσκο! Έχετε ιδέα… έχετε ιδέα πόσο πέθαινε για ν’ ανακουφίσω όλη την ένταση που είχε συσσωρευτεί μέσα μου; Πώς συγκρατιόμουν όλες αυτές τις μέρες; Μα ας είναι. Όχι ότι το αξίζετε, αλλά…» Τράβηξε το σπαθί του. «Βυθίσου…» Ψιθύρισε, φέρνοντας το σπαθί κοντά στο στόμα του, γλύφοντας την άκρη. «Fornicaras!» Και κατάπιε το σπαθί. Μια λάμψη τους τύφλωσε όλους, κι όταν άνοιξαν τα μάτια τους, είχαν την τιμή να δουν τον Szayel Aporro Granz στην τελική του μορφή. Θύμιζε λουλούδι, ή…

«Πλοκάμια. Πλοκάμια παντού.» Σχολίασε ο Fran.
«Πλοκάμια~! Πλοκάμια παντού~!» Επανέλαβε ο Lussuria, εκστασιασμένος.
«VOOOOI, ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΠΕΤΑΤΕ ΠΑΝΤΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ ΥΠΟΝΟΟΥΜΕΝΑ!» Τους έκοψε ο Squalo.
«Ω. Μα δε μπορούμε Squalo μου!» Του αντιγύρισε ο Lussuria. «Αφού μας ξέρεις…»
«Ποιος πέταξε υπονοούμενα. Κανείς δεν πέταξε υπονοούμενα Λοχαγέ, ένα σχόλιο κάναμε.» Δήλωσε ατάραχος ο Fran. «Ίσως εσύ τα παίρνεις για υπονοούμενα, επειδή είναι πάντα εκεί το μυαλό σου. Δε θα ήθελα να είμαι μέσα στο μυαλό σου. Είμαι σίγουρος ότι είναι γεμάτο υπονοούμενα.»
«ΣΚΑΣΜΟΣ FRAN! ΩΡΑΙΑ ΛΟΙΠΟΝ, ΑΦΟΥ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ!» Ο Squalo κλώτσησε τον Fran προς το μέρος του Szayel. «ΕΜΠΡΟΣ, ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙΣ ΕΣΥ!»

«Ε; Ποιος; Εγώ; Κάποιο λάθος πρέπει να έχει γίνει Λοχαγέ, εγώ υποτίθεται ότι δε θα είχα screen time… τι απέγινε αυτή η υπόσχεση ε, τι απέγινε;» Παρά το ανέκφραστο πρόσωπο που διατηρούσε, ο Fran είχε αρχίσει να χάνει το χρώμα του. Κοίταξε τον Szayel, που ορθωνόταν μπροστά του, πενταπλάσιος μέσα στην καινούργια του αμφίεση, να του χαμογελά σατανικά. «Α όχι. Αποκλείεται. Εγώ δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μ’ αυτό το πράγμα, αποκλείεται.» Ο Fran σταύρωσε τα χέρια του στους συντρόφους του, σχηματίζοντας ένα Χ. «Λοχαγέ, βγάλε με έξω.»
«Ω, έλα τώρα μικρέ μου.» Άκουσε τον Szayel να λέει μακρόσυρτα. «Μην ανησυχείς… Δε θα σε δαγκώσω… πολύ δυνατά. Θα περάσουμε ωραία μαζί…»
«Όχι ευχαριστώ, προτιμώ να μείνω εδώ που είμαι και να περάσω χάλιαααα!!!» Η τελευταία λέξη του Fran του ξέφυγε και μετατράπηκε σε κραυγή, καθώς ένα απ’ τα πλοκάμια του Szayel τον άρπαξε απ’ το πόδι και τον κρέμασε ανάποδα, πριν τον πετάξει μέσα σ’ έναν σάκο που κρεμόταν απ’ το παραδίπλα πλοκάμι. Ο σάκος τον κατάπιε για μια στιγμή, και μετά τον έφτυσε πίσω στο πάτωμα, καλυμμένο μ’ ένα γλοιώδες υγρό. «Μπλιαχ! Αηδία!»
«ΟΥΣΙΣΙΣΙΣΙΣΙ, κρατήσου, βάτραχε!!!» Ο Bel άρχισε να χτυπιέται απ’ τα γέλια και να χοροπηδάει, απολαμβάνοντας το θέαμα. Μέχρι κι ο Fran τον αγριοκοίταξε. Όλοι παρατήρησαν προσεκτικά να βγαίνει απ’ τον συγκεκριμένο σάκο και να πέφτει στο χέρι του Szayel, ένα μικρό πάνινο κουκλάκι, ολόιδιο με τον Fran.
«Μικρό κι αθώο μου παιδάκι, έχεις υπόψη σου τι σημαίνει ‘βουντού’;» Ρώτησε ανέμελα ο Szayel, σκίζοντας το κουκλάκι στα δυο. Όλοι κράτησαν την ανάσα τους, περιμένοντας και τον Fran να σκιστεί στα δύο, αλλά τίποτα δεν έγινε. Αντίθετα, ο Szayel έβγαλε από μέσα ένα μπουκαλάκι. Το άνοιξε με την ησυχία του, και έβγαλε από μέσα ένα μικρό κόκκινο κομμάτι που έγραφε πάνω ‘στομάχι’. «Όπως όλοι ξέρετε, είμαι ο γιατρός.» Χαμογέλασε ο Szayel. «Ξέρω τα πάντα για τα σώματά σας. Πώς να τα φτιάχνω…» Έσπασε το κομμάτι στα χέρια του. «…και πώς να τα διαλύω.» Ο Fran διπλώθηκε απότομα στα δύο, βγάζοντας μια κραυγή πόνου, και φτύνοντας αίμα. Μέχρι και το χαμόγελο στον πρόσωπο του Bel πάγωσε. «Για να δούμε, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε…» Ο Szayel ψάρεψε ένα γαλάζιο κομματάκι που έλεγε ‘δεξιός μηρός’. Το έσπασε κι αυτό. Ο Fran ξανακραύγασε αγωνιωδώς απ’ τον πόνο, και ολόκληρη η δεξιά του πλευρά κατέρρευσε, κάνοντάς τον να πέσει στα γόνατα.
Τα κομμάτια ακολούθησαν το ένα το άλλο. ‘Συκώτι’. ‘Σπλήνα’. ‘Αριστερός βραχίονας.’ Πολύ σύντομα, ο Fran ήταν σωριασμένος στο έδαφος, γεμάτος αίματα, ανήμπορος μέχρι και να φωνάξει. Τέλος, ο Szayel ύψωσε το κομμάτι της καρδιάς, χαχανίζοντας μέσα σε απόλυτη έκσταση. Τα βασανιστήρια ήταν ο, τι καλύτερο, ω, η αλήθεια ήταν αυτή.
«Fran!» Φώναξε ο Belphegor και παραλίγο να τρέξει να τον βοηθήσει, αλλά ο Squalo άπλωσε το χέρι του και τον εμπόδισε. «Λοχαγέ, μπορεί να είναι τόσο σπαστικός που να του αξίζει τo σκότωμα, αλλά είναι ο kouhai μου!»
«Είναι σε αποστολή.» Του απάντησε φυσιολογικά αλλά ψυχρά ο Squalo. «Δεν του έχεις εμπιστοσύνη;»
Ο Bel έτριξε τα δόντια. Μόνο να παρακολουθήσει μπορούσε, και το ήξερε. Ο Szayel τους κοίταξε θριαμβευτικά, πριν στρέψει ξανά την προσοχή του σε ο, τι είχε απομείνει απ’ τον Fran. «Ήσουν τόσο διασκεδαστικός και χαριτωμένος έτσι όπως φώναζες μικρέ μου.» Η φωνή του Szayel ήταν τόσο βαθειά που θα μπορούσε να προδίδει μέχρι διεστραμμένη λαγνεία. «Αλλά φυσικά, δεν ήσουν αντάξιος αντίπαλός μου. Όχι άξιος αντίπαλος του Όγδοου Espada! Αντίο σου!» Και έσπασε την καρδιά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Το σώμα του Fran τινάχτηκε για μια στιγμή, και μετά έμεινε ακίνητο, με τα μάτια ανοιχτά και άδεια.
Ο Szayel κοίταξε ψηλά για λίγο, απολαμβάνοντας την απόλυτη έκσταση του φόνου. Η αλήθεια ήταν πως του είχε στοιχήσει που δεν είχε επιλεχθεί για δολοφόνος. Είχε δικαίωμα ν’ απολαύσει λίγο αυτό το…
Ξαφνικά πάγωσε. Χλόμιασε, νιώθοντας κάτι πολύ δυσάρεστο να ξεκινάει απ’ το στήθος του και ν’ απλώνεται σε όλο του το σώμα. Λες και κάτι… κάτι τραβούσε όλη τη ζωτική του ενέργεια, κατευθείαν ίσια απ’ την καρδιά του. Κάτι ή…
«Α. Ναι. Αντίο, Szayel-san.» Άκουσε τη χαρακτηριστική μονότονη φωνή, ακριβώς πίσω του. Αργά-αργά, μην τολμώντας να το πιστέψει, έστριψε το κεφάλι του, αντικρίζοντας έναν απόλυτα υγιή Fran, να έχει απλωμένο το δεξί του χέρι σε γροθιά, απ’ το οποίο ξεχώριζε ένα γκρίζο δαχτυλίδι που έλαμπε περίεργα, ελάχιστα εκατοστά μακριά απ’ την πλάτη του Szayel, εκεί που βρισκόταν η καρδιά του.
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ!» Σκύλιασε ο Szayel. «Αφού σε σκότωσα! Το πτώμα σου είναι εκεί!» Ούρλιαξε λυσσασμένος, δείχνοντας το πτώμα του Fran λίγα μέτρα μακριά.
«Α. Αυτό;» Παρατήρησε ο Fran ανεπηρέαστος. «Αυτό είναι ψευδαίσθηση.» Είπε απλά. «Μα πόσες φορές θα πρέπει να σας πω ότι είμαι illusionist. Μου φαίνεται κανείς δε με προσέχει. Τέλος πάντων.» Ανασήκωσε τους ώμους, ενώ ο Szayel γινόταν όλο και πιο αδύναμος. «Πρέπει να δώσω μια εξήγηση, ε; Για να μην πουν οι αναγνώστες ότι τους τρολάρω πάλι… Οκέι! Κατάλαβα!» Δήλωσε. «Κύριε Szayel, για να στο πω απλά, είσαι ο δυνατότερος απ’ όλους μας εδώ μέσα. Είσαι ο Όγδοος Espada. Κανείς μας δε θα μπορούσε να σε νικήσει.»
«Όχι αφεντικό, δεν το εννοεί, δεν το εννοεί!» Ο Lussuria πετάχτηκε μπροστά απ’ τον Xanxus, ο οποίος είχε βγάλει όπλο και σημάδευε τον Fran.

«Ήσουν άτυχος όμως.» Συνέχισε ο Fran. «Γιατί βρίσκομαι εγώ εδώ. Κι έχω αυτό.» Ο Fran έδειξε με τα μάτια του το δαχτυλίδι, που είχε πάνω του το νούμερο 666. «Αυτό είναι ένα Hell Ring. Όση περισσότερη δύναμη σου δίνει, τρώει απ’ την ψυχή σου. Τρέφεται δηλαδή, με πνεύματα. Κι εσύ, κύριε Szayel…» Τον πληροφόρησε, καθώς τα μάτια του δεύτερου άνοιγαν διάπλατα από φρίκη. «…εσύ δεν είσαι τίποτα άλλο από έναν συνδυασμό πνευμάτων. Το φαγητό του.»
«ΟΟΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙ!!!» Ούρλιαξε ο Szayel, μην μπορώντας να πιστέψει ότι την πάτησε έτσι. Το δαχτυλίδι έλαμψε εκτυφλωτικά και ρούφηξε τον Szayel σε κλάσματα δευτερολέπτου. Μετά έσβησε. Δεν είχε απομείνει πια τίποτα απ’ τον Szayel Aporro Granz. Καμιά ένδειξη ότι υπήρξε.
«Βάτραχε!» Ο Bel έτρεξε προς το μέρος του Fran. «Άλλο λίγο και πίστευα ότι δε θα τα κατάφερνες!»
«Λυπάμαι που σου στέρησα τη χαρά, senpai.» Του απάντησε ο Fran. «Σας είπα ότι κάποιος εκεί πάνω με αγαπάει. Τώρα μπορείς να με αφήσεις, γιατί έχω κουραστεί;»
«Ουσισισισι, φυσικά!» Είπε ο Bel κι άρχισε να φυτεύει στιλέτα στο καπέλο του Fran.
«Senpai, πάλι με μαχαιρώνεις.»
«Ουσισισισι, το κεφάλι ψηλά Βάτραχε, καινούργια μέρα ξεκινά!»
ΛΙΣΤΑ ΠΑΙΚΤΩΝ


















Ξημέρωσε.
Η νύχτα θα πέσει πάλι αύριο Τρίτη στις 12 το βράδυ.