Του Αριστοτέλη Κατράνη
Η κατάληψη ενός πανεπιστημιακού κτηρίου αποτελεί σε κάθε περίπτωση μια παράνομη ενέργεια. Στοιχειοθετεί ειδικότερα το αδίκημα της διατάραξης της οικιακής ειρήνης. Σύμφωνα με το άρθρο 334§3 του ποινικού κώδικα:
«Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέλησή του δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.»
Άρα με την κατάληψη έχουμε την ακόλουθη σειρά ενεργειών που οδηγούν στην κατάγνωση του ως άνω αδικήματος:
1. Είσοδο σε χώρο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
2. Παραμονή στο χώρο αυτό παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί.
3. Η θέληση αυτή δηλώνεται από το νόμιμο εκπρόσωπο της υπηρεσίας.
4. Η διακοπή ή η διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας, η οποία έρχεται ως αποτέλεσμα της παραμονής στους χώρους της υπηρεσίας κατά τρόπο αντίθετο προς τη βούλησή της.
Ας πάρουμε ένα-ένα τα στοιχεία του αδικήματος:
1. Τα ΑΕΙ είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (άρθρο 16§2 εδάφιο α’ του Συντάγματος και άρθρο 3§1 ν.1268/82). Η είσοδος επομένως σε χώρο, στον οποίο λειτουργεί υπηρεσία των ΑΕΙ αποτελεί είσοδο σε χώρο ΝΠΔΔ.
2. Η «θέληση» της υπηρεσίας προσδιορίζεται κατά τρόπο ακριβή και δεσμευτικό για τα όργανα που την εκφράζουν, στο άρθρο 1§§2 και 3 του ν.1268/82, το οποίο ορίζει την αποστολή των ΑΕΙ:
«2. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) που έχουν ως αποστολή:
i) Να παράγουν και να μεταδίδουν τη γνώση με την έρευνα και τη διδασκαλία και να καλλιεργούν τις τέχνες.
ii) Να συντείνουν στη διαμόρφωση υπευθύνων ανθρώπων με επιστημονική, κοινωνική και πολιτική συνείδηση και να παρέχουν τα απαραίτητα εφόδια που θα εξασφαλίζουν την άρτια κατάρτισή τους για επιστημονική και επαγγελματική σταδιοδρομία.
iii) Να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών, πολιτιστικών και αναπτυξιακών αναγκών του τόπου.
3. Στα πλαίσια της αποστολής τους τα Α.Ε.Ι. οφείλουν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ανάγκης για συνεχιζόμενη εκπαίδευση και διαρκή επιμόρφωση του λαού.»
3. Νόμιμος εκπρόσωπος, ο οποίος δηλώνει τη βούληση της υπηρεσίας, δηλαδή τη βούληση του εκπαιδευτικού ιδρύματος είναι καταρχήν η Σύγκλητος:
Άρθρο 2§2 στοιχ.β ν.2083/92:
«2. β) Η Σύγκλητος έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και όσες άλλες προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού:
I) Γενική εποπτεία λειτουργίας του Α.Ε.Ι. και της τήρησης των νόμων και του εσωτερικού κανονισμού του […]
Χ) Απόφαση για διακοπή της λειτουργίας και του εκπαιδευτικού έργου του Α.Ε.Ι., για την έναρξη και λήξη εξαμήνων σπουδών και για οργάνωση διασχολικών προγραμμάτων. (Σύμφωνα με το άρθρο 25§4 του νόμου 1268/82, διακοπή του εκπαιδευτικού έργου αλλά και της εν γένει λειτουργίας ενός Α.Ε.Ι πέρα από τα προβλεπόμενα στο νόμο αυτό, είναι δυνατή με απόφαση της Συγκλήτου και μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις.)
ΧΙ) Επίλυση διαφωνίας των μελών της Επιτροπής για άρση του πανεπιστημιακού ασύλου.
Η σύγκλητος έχει, ακόμη, όσες αρμοδιότητες δεν αναθέτει ο νόμος ειδικώς σε άλλα όργανα του Α.Ε.Ι.»
Ως εκ τούτου η Σύγκλητος έχει το τεκμήριο της αρμοδιότητας και είναι η μόνη αρμόδια αρχή, που - υπό την προϋπόθεση της τήρησης της νομιμότητας- δικαιούται να προβαίνει σε διακοπή της λειτουργίας του εκπαιδευτικού έργου του Α.Ε.Ι. Άλλωστε, στη Σύγκλητο εξασφαλίζεται η δημοκρατική συμμετοχή εκπροσώπων όλων των ομάδων που συνιστούν την ακαδημαϊκή και πανεπιστημιακή κοινότητα, επομένως και των φοιτητών. Οι γενικές συνελεύσεις των φοιτητών ούτε αποτελούν όργανα ικανά να εκφράσουν τη βούληση του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας, ούτε τους δίδεται η δυνατότητα από το νόμο να λάμβάνουν αποφάσεις της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Συγκλήτου.
Ενώ όμως η Σύγκλητος ασκεί τη γενική εποπτεία της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. ο Πρύτανης έχει ειδικότερα τις εξής αρμοδιότητες (άρθρο 3§1 στοιχείο στ΄ του ν. 2083/92):
« Ι) Διευθύνει το Α.Ε.Ι., εποπτεύει την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών των σχολών και των τμημάτων του, εκπροσωπεί τούτο δικαστικώς και εξωδίκως, επιβλέπει την τήρηση των νόμων και του εσωτερικού κανονισμού […]
ΙΙ) Συγκαλεί τη Σύγκλητο και το πρυτανικό συμβούλιο […]
VI) Μπορεί, ύστερα από απόφαση της Συγκλήτου, να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων, όταν συλλογικά όργανα διοίκησης των Α.Ε.Ι. αδυνατούν να λειτουργήσουν και να λάβουν αποφάσεις.»
Οι παραπάνω αρμοδιότητες που δίδονται στην σύγκλητο και τον πρύτανη τελούν υπό μία βασική προϋπόθεση που προκύπτει από τα ανωτέρω: Ότι ασκούνται ρητώς πάντοτε υπό τον όρο της τήρησης των νόμων και της εύρυθμης λειτουργίας των σχολών και των τμημάτων. Ο λόγος είναι προφανής. Τα Α.Ε.Ι. τελούν υπό την εποπτεία του κράτους και ενισχύονται οικονομικά από αυτό. Ως εκ τούτου η αυτοτέλεια των Α.Ε.Ι. δε σημαίνει και πλήρη ανεξαρτησία έναντι της πολιτείας, η οποία μάλιστα μέσω του Υπουργού Παιδείας ασκεί την εποπτεία και μπορεί να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία κατά του Πρυτάνεως. Είναι δηλαδή προφανές, ότι ούτε τα ως άνω όργανα συνδιοίκησης των Α.Ε.Ι. έχουν τη διακριτική ευχέρεια να προχωρήσουν στην εκ των υστέρων έγκριση ή την άρση του αξιοποίνου μιας παράνομης ενέργειας, την οποία συνιστά η κατάληψη των σχολών από φοιτητές. Η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των σχολών και των τμημάτων σύμφωνα με τον προορισμό τους αποτελεί για τον Πρύτανη, τη Σύγκλητο και την Επιτροπή Ασύλου καθήκον και δέσμια αρμοδιότητά τους.
4. Η κατάληψη ενός πανεπιστημιακού κτηρίου, στο οποίο επιτελείται η αποστολή που αναφέρθηκε παραπάνω (αρ.2) επιφέρει το αξιόποινο αποτέλεσμα της διατάραξης ή της διακοπής της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας του. Για το θέμα αυτό άλλωστε έχει αποφανθεί κατηγορηματικά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφαση 1767/2001):
«Η άρνηση αυτή (σ.σ. της απομάκρυνσης των καταληψιών από το Πολυτεχνείο) ήταν παράνομη, γιατί ναι μεν η διακίνηση εντός των πανεπιστημιακών χώρων είναι ελεύθερη, αλλά μόνο για τους φοιτητές, οι οποίοι, σύμφωνα με τον προορισμό των σχολών, έχουν δικαίωμα να βρίσκονται σε αυτές και να μελετούν ή να παρακολουθούν τα μαθήματά τους …».
Με την απόφαση αυτή ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την εφετειακή απόφαση με την οποία είχε καταδικαστεί για διατάραξη οικιακής ειρήνης κάποιος εξω-πανεπιστημιακός.
Ως τελευταίο ανάχωμα για τη νομιμότητα των καταλήψεων θα μπορούσε να αποτελέσει ο ισχυρισμός ότι δεν επέρχεται διακοπή ή διατάραξη της λειτουργίας της υπηρεσίας, αφού αυτή η μορφή κινητοποίησης συμβιβάζεται με την αποστολή των ΑΕΙ να συντείνουν στη διαμόρφωση υπευθύνων ανθρώπων με κοινωνική και πολιτική συνείδηση και να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών κλπ αναγκών του τόπου. Είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να σταθεί στον κοινό νου:
Τόσο το 334§3 του Ποινικού Κώδικα, όσο και οι διατάξεις που αφορούν τα καθήκοντα του Πρύτανη αναφέρονται στην ομαλή διεξαγωγή της υπηρεσίας που αποτελεί αποστολή των ΑΕΙ. Η ομαλή διεξαγωγή της υπηρεσίας αποτελεί μια επακριβώς καθορισμένη νομική έννοια και όχι απλώς μια αόριστη πολιτική εκτίμηση προσώπων που θεωρούν το πανεπιστήμιο, χώρο «επαναστατικής γυμναστικής». Ομαλότητα λοιπόν υπάρχει όταν όλοι οι επιμέρους προσανατολισμοί της ανώτατης εκπαίδευσης (όπως προδιαγράφονται στο άρθρο 1§§2 και 3 του ν.1268/82) αφενός μεν εξυπηρετούνται παράλληλα και ταυτόχρονα, αφετέρου δε διαχέονται και ωφελούν το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Άλλωστε, ο αποκλεισμός μίας δραστηριότητας (λ.χ. διδασκαλίας ή έρευνας) υπέρ, δήθεν, μίας άλλης (πολιτική ή κοινωνική διεκδίκηση) και η αποστέρηση σε μια ευρεία ομάδα προσώπων από τις λειτουργίες που επιτελούν τα ΑΕΙ κάθε άλλο παρά συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης και συνείδησης και στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και αναπτυξιακών αναγκών του τόπου. Υπό το πρίσμα άλλωστε της έννοιας του ασύλου αυτό είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο. Σύμφωνα με το άρθρο 2§§4,5 ν.1268/82:
«4. Για την κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της ελεύθερης επιστημονικής αναζήτησης και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών αναγνωρίζεται το Πανεπιστημιακό Άσυλο.
5. Το Πανεπιστημιακό Άσυλο καλύπτει όλους τους χώρους των Α.Ε.Ι. και συνίσταται στην απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση ή άδεια του αρμοδίου οργάνου του Α.Ε.Ι., όπως αναφέρεται στη συνέχεια.»
Είναι σαφές ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία, η ελεύθερη επιστημονική αναζήτηση και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών καταπατούνται βάναυσα με την κατάλυση των λειτουργιών του Πανεπιστημίου και την αποστέρηση των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού από αυτές. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι το Πανεπιστημιακό Άσυλο, ως νομοθετικό δημιούργημα, αποτελεί (όπως και η ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας) έννοια νομική, αντικείμενο νομικής ερμηνείας και δικαστικής εκτίμησης και όχι αντικείμενο της αυθαίρετης κρίσης των φοιτητών ή του Πρύτανη ή της Επιτροπής Ασύλου. Έτσι, κατ’ αναλογία προς τα ανωτέρω, το άσυλο, ως χώρος προστασίας τριών ελευθεριών (ακαδημαϊκής, ερευνητικής, ιδεολογικής) λειτουργεί καθολικά σε σχέση με αυτές και σε σχέση με τα πρόσωπα που ευεργετούνται από αυτές. Η διακοπή επομένως του ακαδημαϊκού ή του ερευνητικού έργου ή η μεταφορά του εκτός του προστατευομένου χώρου συνιστά καίρια καταπάτησή του ασύλου. Η κατάληψη, επομένως, αποτελεί κορυφαία πράξη κατάλυσης του Πανεπιστημιακού Ασύλου, αφού το Άσυλο προϋποθέτει Ίδρυμα εν λειτουργία ως προς το σύνολο της αποστολής του (ακαδημαϊκής, ερευνητικής, κοινωνικοπολιτικής). Η ευχέρεια της Επιτροπής Ασύλου, έγκειται μόνο στη διαπίστωση ή μη, της υπάρξεως του γεγονότος της διακοπής ή της διατάραξης της λειτουργίας της υπηρεσίας (της νόμιμης αποστολής του) και όχι στην απόφαση περί διώξεως ή μη εκείνων που την προκαλούν.
Πρέπει στο σημείο αυτό να αρθεί μια βασική παρανόηση. Το Πανεπιστημιακό Άσυλο δε συνιστά- από νομική άποψη- λόγο που αποκλείει το άδικο χαρακτήρα μιας πράξης τελούμενης εντός του πανεπιστημιακού χώρου ή λόγο άρσεως του αξιοποίνου της, ούτε καθιστά την πράξη αυτή ατιμώρητη.Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα της 230/1994 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Τμ.Ε’):
«[…] σαφώς συνάγεται ότι το εν λόγω άσυλο έχει την έννοια του προσδιορισμού ορισμένου χώρου ως τέτοιου, όπου κατ’ αρχήν η αστυνομική δύναμη δε θα μπορούσε, αν δεν είχε προμηθευτεί ορισμένη άδεια εκ της αρμόδιας αρχής του οικείου ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος, να προβαίνει σε συλλήψεις και όχι ως τέτοιου, όπου συγχωρείται η διάπραξη εγκλημάτων, όπως εκείνου της διατάραξης της οικιακής ειρήνης …»
Από τη στιγμή λοιπόν, που το άσυλο δε δίνει την κυριαρχική εξουσία στα αρμόδια όργανα του Α.Ε.Ι. να κρίνουν περί του άδικου ή αξιοποίνου χαρακτήρα της κατάληψης του χώρου του Ιδρύματος, τότε με την έναρξη της κατάληψης και για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, επέρχεται το αποτέλεσμα (διακοπή ή διατάραξη υπηρεσίας), που ο νόμος θεωρεί ποινικά κολάσιμο.