Takao Kasuga

Ο Takao δίπλα της είχε σηκώσει ψηλά τα μανίκια, έτοιμος να γίνει το κέφι της παρέας.
Ή και όχι. Αισθανόταν το ίδιο θλιμμένος με πριν.
Θα περίμενε κανείς ότι θα ένιωθε ανακούφιση και ενθουσιασμό.
Είχε ήδη περάσει από την άλλη μεριά του λόφου.
Σε ένα μέρος όπου δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ.
Δε θα έβλεπε ξανά το ίδιο σχολείο, τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια υποκριτικά και ύπουλα χαμόγελα, δε θα άκουγε τα ίδια βάρβαρα γέλια.
Μα η μούσα του, η femme fatale της μοίρας του, απουσίαζε ξανά.
Άραγε την είχε αφήσει πίσω, με το αγνό χαμόγελο της να αποτελεί μια άγρυπνη ανάμνηση, σαν δέντρο του χειμώνα, που το απογύμνωσε ο χρόνος απ' τους ανέραστους καρπούς του,
ή μήπως δεν την είχε βρει ποτέ;
Ποτέ δε τον ενδιέφερε το πόκερ, ούτε ο τζόγος, μα σαν ρεμάλι αναζητούσε την τύχη του, νομίζοντάς την μοίρα.
Είχε σκυμμένο το κεφάλι, μα δεν έπαψε στιγμή να κοιτάζει τα πρόσωπα ( ; ) των υπολοίπων.
Πειθήνιοι, μα συνάμα ανίεροι, ακόλαστοι, σαν τα μοχθηρά πλάσματα που είχε αφήσει πίσω του.
Όσο η θέα της όμορφης κοκκινομάλας που πλέον ισορροπούσε τη ζωή της σε ένα τεντωμένο σκοινί τον παρηγορούσε, άλλο τόσο τον τρόμαζε.
Κάποτε τη νιότη της ξεπούλαγε στα πλήθη, μα ποια τον άθλιο γέρο που την πόθησε, τον βύθισε στη λήθη;
Τα λόγια μιας μηχανικής νοημοσύνης (Kai) του θύμισαν όσα είχε μάθει από τον μεγάλο δάσκαλο.
Η πιο αγνή οπτασία, η πιο αδικημένη από τη μοίρα, γδυμένη από το φως της νιότης της, με το ανίερο άνθος της να πάλλεται, παγιδευμένη στην αντίστασή της, σαγινευτική και υπέροχη όσο τίποτε άλλο στη μάταια τούτη Γη, που αποζητάει μοναδική ακτίδα της αγάπης ενός μοναχικού αγοριού, ενός καλόγερου που θα πετούσε τα ράσα για να λουστεί στον καταρράχτη μιας αθωότητας που αργά και βίαια πεθαίνει...
Αυτή (Sora naegino) θα είναι το τέλος του, το ξέρει.
Μην ξέροντας πως να την προσεγγίσει, πόσο μάλλον να την κατηγορήσει ευθέως για την απελευθέρωση μιας ψυχής αμαρτωλής, γερασμένης και βρώμικης, αποφασίζει να εκφραστεί με το μοναδικό τρόπο που γνωρίζει.
Ανοίγει το μαύρο βιβλίο που μονίμως κρατάει μαζί του, και απαγγέλει:
Ω μούσα της καρδιάς μου, που τρέχεις στα παλάτια,
Θα 'χεις, σαν ο Γενάρης του Βοριά λύσει τ' άτια
και με τις μαύρες πλήξες νύχτες με χιόνια ερθούν,
δαυλό, τα μελανά σου πόδια να ζεσταθούν;
Και θα σου αναθερμάνουν τους ριγηλούς τους ώμους
οι αχτίδες που θα ρίχνουν στο τζάμι σου τ' αστέρια;
Και νιώθοντας της πείνας, φτωχή μου, εσύ, τους τρόμους,
χρυσάφι θα μαζέψεις απ' τα γαλάζια αιθέρια;
Αχ, πρέπει το ψωμί σου κάθε βραδιά να βγάλεις!
Και σαν παπαδοπαίδι το θυμιατό κουνώντας,
χωρίς να τα πιστεύεις, τα Te Deum να ψάλλεις,
ή σαν γυμνή χορεύτρα νηστικιά, γελώντας,
το δάκρυ σου να κρύβεις, που αθώρητο αργοστάζει,
για να μπορεί ο χυδαίος μπροστά σου να καγχάζει.
Edited by Kamui, 29 March 2018 - 03:50.