Για όσους διαβάσετε τα παρακάτω, μην αποθαρρυνθείτε αν μπερδευτείτε. Είναι πάρα πολλά για άμεση αφομοίωση, όμως αν τα διαβάσετε και μέτα δείτε έναν-δύο αγώνες (στα anime έστω), πιστεύω ότι δε θα έχετε κανένα πρόβλημα να καταλάβετε πλέον όσα χρειάζονται.
Όπως έγραψα και στο άλλο thread, δεν είμαι ειδικός, κι εκτός από συγκεκριμένα λεπτά σημεία που τσέκαρα στην Wikipedia, τα υπόλοιπα είναι όσα έχω κατανοήσει βλέποντας ταινίες και anime και παίζοντας παιχνίδια. Για οποιαδήποτε διευκρίνηση, ερώτηση ή σχόλιο γράφετε εδώ.
Δύο ομάδες. 9 παίκτες ή καθεμιά.
Το παιχνίδι χωρίζεται σε 9 περιόδους (innings), και το κάθε inning σε 2 μέρη (top και bottom). Στο top επιτίθεται η μία ομάδα και η άλλη αμύνεται, στο bottom το αντίστροφο. Ο χρόνος που διαρκούν τα innings και τα μέρη αυτών δεν είναι προκαθορισμένος.
Έστω η ομάδα A και η ομάδα Β. Η Α κάνει επίθεση, η Β αμύνεται και το παιχνίδι μόλις ξεκίνησε (βρισκόμαστε δηλαδή στο top του πρώτου inning).
H ομάδα Β έχει 9 παίκτες μέσα, όπως φαίνεται στην εικόνα:
Σκοπός της Α είναι να βάλει όσους περισσότερους πόντους (runs) μπορεί, σκόπος της Β είναι να δεχθεί το μικρότερο δυνατό αριθμό runs.
Ο pitcher ξεκινάει με τη μπάλα στο χέρι. Δέχεται συνήθως συμβουλη από τον catcher για τον τρόπο, και έπειτα του πετάει την μπάλα. Σκοπός του είναι:
1) Να είναι έγκυρη η βολή του.
2) Να μη χτυπήσει τη μπάλα ο batter.
3) Να καταλήξει η μπάλα στο γάντι του catcher.
Ο σκοπός του pitcher μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικός, θα το αναλύσω αργότερα.
H βολή είναι έγκυρη όταν:
1) Η κίνηση του pitcher είναι συνεχόμενη. Από τη στιγμή που ξεκινάει, δεν μπορεί παρά να ρίξει την μπάλα με μια συνεχή κίνηση.
2) Η μπάλα περάσει από τη strike zone, όπως αυτή φαίνεται στην εικόνα.
Όταν η βολή καταλήξει εκτός strike zone, χωρίς να την έχει χτυπήσει ο batter, λέμε ότι έχουμε ball.
Στα 3 strikes, o batter χάνει τη σειρά του, επιστρέφει στον πάγκο, και λέμε ότι είναι out. Στα 3 outs, έχουμε αλλαγή και πάμε στο bottom του inning. Δηλαδή ο ελάχιστος αριθμός των batters που εμφανίζονται σε ένα από τα μέρη ενός inning είναι τρία.
Strike έχουμε επίσης αν ο batter χτυπήσει την μπάλα, αλλά αυτή καταλήξει εκτός δεκτής περιοχής (foul), όπως φαίνεται στο σχήμα.
Αυτό ισχύει μόνο όταν τα strikes είναι 0 ή 1. Αν είναι 2 και γίνει foul, δε μετράει για τίποτα, ο pitcher απλά ξαναρίχνει.
Στα 4 balls, o batter κερδίζει αυτόματα μια βάση (το λέμε walk). Οπότε κάθεται στην πρώτη βάση, δίνει τη θέση του batter στο συμπαίχτη του και από δω και πέρα λέγεται runner.
Οι βάσεις, όπως φαίνεται στην πρώτη εικόνα είναι τέσσερις. Τις ονομάζουμε, αρχίζοντας από εκείνη στην οποία στέκεται ο batter και με φορά αντίθετη των δεικτών του ρολογιού: home, first, second, third.
O σκοπός των παικτών της Α είναι λοιπόν να ξεκινήσουν από το home και διασχίζοντας όλες τις βάσεις να καταλήξουν ξανά σε αυτό. Όταν το κάνει αυτό ένας παίκτης, μετράμε ένα run.
Όταν τώρα ο batter χτυπήσει τη μπάλα μετά το pitch:
1) Αν πιάσει τη μπάλα παίκτης της Β πριν χτυπήσει κάτω, ο batter είναι απευθείας out.
2) Αν η μπάλα φύγει εκτός γηπέδου σε fair περιοχή, έχουμε home run και ο runner διασχίζει μονάχα τυπικά τις βάσεις. Μετράει για ένα run για τον batter (και από ένα ακόμα για κάθε runner που βρίσκεται σε βάση).
3) Αν η μπάλα χτυπήσει κάτω:
Ο runner ξεκινάει να τρέχει με πρώτο προορισμό την first base. Αν πατήσει στο plate της first base πρωτού γυρίσει η μπάλα στον αμυντικό σε αυτήν, είναι safe.
Αν η μπάλα γυρίσει στον αμυντικό και ο αμυντικός πατάει το plate της πρώτης βάσης, ο runner είναι out. O runner είναι επίσης out αν ένας αμυντικός με τη μπάλα στο γάντι τον ακουμπήσει με αυτό.
Ανάλογα τώρα με το χτύπημά του και το θάρρος του, μπορεί να κυνήγησει τη δεύτερη, την τρίτη ή και τη home base. Στην τελευταία περίπτωση ειδικά, αν προλάβει να κάνει όλοκληρη τη γύρα, λέμε ότι έχουμε inside the park home run.
Δηλαδή, ανάλογα με το πόσο καλό κρίνει το χτύπημά του, αν ο batter πιστεύει ότι έχει αρκετό χρόνο να φτάσει στη δεύτερη βάση πριν γυρίσει η μπάλα σε αυτή, πηγαίνει για τη δεύτερη. Εννοείται ότι πρέπει να περάσει αρχικά από την πρώτη.
Όταν στέκεται safe σε μια βάση ένας runner, περιμένει τον επόμενο batter να χτυπήσει την μπάλα για να κινηθεί στην επόμενη και πιο κοντά στην home. Όμως:
Από τη στιγμή που έχουμε runner σε μια οποιαδήποτε βάση, αυτός μπορεί ανα πάσα στιγμή να κινηθεί προς την επόμενη βάση. Αν καταφέρει να φτάσει εκεί χωρίς χτύπημα του batter (συνήθως όταν ο pitcher ξεκινάει την κίνηση για να ρίξει τη μπάλα), λέμε ότι ο runner έκλεψε τη βάση. Αν καταφέρει να κλέψει τη home base, πράγμα πολύ σπάνιο, μετράει για run.
Ο pitcher μπορεί με μια πάσα στην επικίνδυνη για κλέψιμο βάση να αποτρέψει προσωρινά τον κίνδυνο, αφού ο runner πρέπει να φτάσει πριν την μπάλα. Μπορεί επίσης να στείλει την μπάλα στη θέση που είναι τώρα ο runner, ο οποίος στην περίπτωση αυτή είναι υποχρεωμένος να ακουμπήσει το plate πρωτού φτάσει η μπάλα στον αμυντικό. Αλλιώς, είναι out.
Ένας runner μπορεί να κερδίσει βάση και ως εξής: αν τα outs είναι 0 ή 1, ο batter χτυπήσει τη μπάλα και ένας αμυντικός την πιάσει πριν χτυπήσει στο έδαφος, ο batter είναι out αλλά ο runner μπορεί εν τω μεταξύ να έχει τρέξει για να κερδίσει βάση.
4) Αν η μπάλα είναι foul μετράει για strike μόνο αν τα strikes δεν είναι ήδη δύο, όπως είπα πριν. Η μπάλα είναι foul όταν φύγει εκτός γηπέδου και δεν είναι fair (που θα σήμαινε home run) ή όταν χτυπήσει σε foul γήπεδο. Αν η μπάλα έχει foul πορεία αλλά κάποιος αμυντικός την πιάσει πριν βγει εκτός η χτυπήσει σε foul γήπεδο μετράει για out. Αν η μπάλα χτυπήσει πρώτα σε fair περιοχή δεν μπορεί να είναι foul όπου και αν καταλήξει.
Αν από τη μπαλιά του pitcher, η μπάλα χτυπήσει τον batter, έχουμε dead ball και o batter κερδίζει αυτόματα μια βάση.
Αν στην ίδια φάση γίνουν out δύο παίχτες λέμε ότι έχουμε double play, κάτι όχι ιδιαίτερα σπάνιο. Αν γίνουν out 3 παίχτες έχουμε triple play και φυσικά change, αυτό *είναι* πολύ σπάνιο.
Ένα παιχνίδι γίνεται να τελειώσει πριν τα 9 innings αν υπάρχει μεγάλη διαφορά runs σε λιγότερα innings. To σε ποιο inning και με πόση διαφορά δεν το θυμάμαι και νομίζω ότι δεν είναι στάνταρ, αλλά αν κάποιος το έχει φρέσκο από anime ας το πει να το προσθέσω.
Αν δεν υπάρχει νικητής στα 9 innings, πηγαίνουμε στα extra innings. Αρκεί να υπάρχει νικητής σε ένα μόνο για να τελειώσει το παιχνίδι.
~
Τα παραπάνω είναι τα απολύτως στοιχειώδη. Συνεχίζω όμως επειδή δεν αρκούν.
Bunt ονομάζουμε την τεχνική των batters που φαίνεται στην εικόνα
Όταν ο batter ξεκινάει από θέση κανονικού χτυπήματος αλλά καταλήγει σε bunt την ώρα που ξεκινάει την κίνηση ο pitcher το ονομάζουμε squeeze bunt.
Σημαντικό: στην περίπτωση του bunt, ακόμα και αν τα strikes είναι δύο, αν η μπάλα καταλήξει foul μετράει για strike.
Δεν υπάρχει φυσικά μόνος ένας τρόπος για να στείλει την μπάλα στον catcher o pitcher. Υπάρχουν διάφορα είδη μπαλιών αλλά δε θα ήταν σκόπιμο να τα αναλύσω εδώ. Αναφέρω ότι:
Το fastball (straight κατά τους Iάπωνες) είναι η πιο συνήθης μπαλιά. Εκμεταλλεύεται την ταχύτητα της για να νικήσει τον batter καθώς δεν παίρνει φάλτσα.
Άλλες συνήθεις μπαλιές είναι slider, curveball, forkball, ή change-up και άλλες, που όλες έχουν να κάνουν με τα φάλτσα ή την ταχύτητα της μπάλας.
Επίσης ο pitcher μπορεί, για να αποφύγει την αναμέτρηση με έναν καλό batter ή για να γεμίσει τις βάσεις (συνεπάγεται πιο εύκολη άμυνα), να κάνει τέσσερα συνεχόμενα ηθελημένα balls (intentional walk) ώστε να τον προχωρήσει μόνο μια βάση. Αρκετά συνηθισμένο.
Το batting order προφανώς δεν είναι τυχαίο αλλά έχει να κάνει με στρατηγική. Συνήθως:
- Πρώτος μπαίνει κάποιος γρήγορος παίκτης, που να μπορεί ακόμα και με ένα μέτριο κτύπημα να φτάσει στην πρώτη βάση και να έχει περισσότερη άνεση μετά να κλέψει μερικές.
- Δεύτερος μπαίνει κάποιος παίκτης καλός στα bunts, ώστε να προχωρήσει μια βάση τον runner.
- Τέταρτος μπαίνει ο καλύτερος batter της ομάδας, που τον λέμε και clean-up hitter.
- Γενικότερα οι καλοί παίκτες βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της σειράς.
Aν ο batter ξεκινήσει την κίνηση χτυπήματος της μπάλας με το ρόπαλο αλλά σταματήσει πριν ολοκληρώσει, και αν ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο σημείο το ρόπαλο (ίσως μπροστά από το home plate; δεν είμαι σίγουρος), έχουμε strike ανεξαρτήτως του που πάει η μπάλα. Αυτό βέβαια το αποφασίζει ο διαιτητής.
Grand-slam home run (manrui home run κατά τους Ιάπωνες) έχουμε όταν όλες οι βάσεις είναι γεμάτες και ο batter χτυπήσει home run. Μετράει για 4 runs δηλαδή.
Walk-off home run (sayonara home run κατά τους Ιάπωνες) είναι όταν το home run δίνει τα runs που χρειάζονται για να τελειώσει αυτόματα το παιχνίδι. Αυτό ασφαλώς μπορεί να γίνει μόνο στο bottom του ένατου ή κάποιου extra inning.
Base coaches ονομάζουμε τους παίκτες, συνήθως, που κάθονται πίσω από την πρώτη και την τρίτη βάση και συμβουλεύουν για το αν πρέπει ο runner να συνεχίσει να τρέχει για να κυνηγήσει την επόμενη βάση, για το πότε υπάρχει δυνατότητα κλεψίματος βάσης κτλ.
Όταν ο batter κερδίζει βάση από 4 balls ή dead ball, αν πχ υπάρχει παίκτης στη δεύτερη βάση τότε αυτός δεν προχωράει, οπότε έχουμε 1-2 γεμάτες. Αν υπάρχει παίκτης ήδη στην πρώτη βάση, αναγκαστικά προχωράει οπότε έχουμε πάλι 1-2 γεμάτες. Αν όλες οι βάσεις είναι γεμάτες, ο runner της τρίτης βάσης φτάνει home και μετράει για run.
Edited by Warchief, 30 April 2011 - 16:55.