Μετάβαση στο περιεχόμενο


Ενημερώσεις Κατάστασης Κοινότητας


Φωτογραφία

Dante80 → himawarinosekai

σαλαγώ (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ΑΜΝ από τη μεταγν. ελλ. λ. σαλαγώ*] (μτβ.) οδηγώ κοπάδι ζώων προς μια κατεύθυνση με φωνές: Κρυστ. Αγροτ. "τα πρόβατα στης ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας", αλλιώς και σαλαΐζω (αμτβ.) α) για αγέλη ζώων, προκαλώ υπόκωφο θόρυβο, β) (κατ` επέκτ.) θορυβώ, οχλοβοώ, βουίζω. Ολόκληρη η φράση είναι ΣΑΛΑΓΑ ΤΑ (ΠΡΟΒΑΤΑ).....XD
Σεπ 28 2008 06:23