Ενημερώσεις Κατάστασης Κοινότητας

Dante80 → himawarinosekai
σαλαγώ (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ΑΜΝ από τη μεταγν. ελλ. λ. σαλαγώ*]
(μτβ.) οδηγώ κοπάδι ζώων προς μια κατεύθυνση με φωνές: Κρυστ. Αγροτ. "τα πρόβατα στης ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας", αλλιώς και σαλαΐζω
(αμτβ.) α) για αγέλη ζώων, προκαλώ υπόκωφο θόρυβο, β) (κατ` επέκτ.) θορυβώ, οχλοβοώ, βουίζω.
Ολόκληρη η φράση είναι ΣΑΛΑΓΑ ΤΑ (ΠΡΟΒΑΤΑ).....XD
