....
Μια σταγόνα ιδρώτας κύλησε στο μάγουλο του Ούρουντεν ντο Ντίριζιτου. Σκαφαλωμένος σε ένα σταλαγμίτη παρατηρούσε το τρομακτικό Μέκα να προχωρά στο σκοτάδι της σπηλιάς. Η καταστροφή άνοιξε πύλες σε όλες τις διαστάσεις. Αυτό το Μέκα σίγουρα έρχεται από το Έμπερον.
Από τότε που πέθανε η Μύσετερα, οι μάγοι δεν αρκούν για να σταματήσει η εισβολή. Ο Ελουμίνστερου έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Μίλησε στο Ντίριζιτου για τα πλοκάμια. Η μόνη ελπίδα για τον κόσμο ήταν στην άκρη της κατάνας των πολεμιστών. Και τώρα ήταν ώρα για δράση.
Το ξωτικό του σκότους πήδηξε από το σταλαγμίτη και προσγειώθηκε αθόρυβα πίσω από το μέκα. Είχε εκτελέσει πολλές φορές τις σκιώδεις λεπίδες: σχεδόν χορευτικά προχώρησε προς το Μέκα, περιστράφηκε γύρω από τον εαυτό του και κατέβασε και τις δυο λεπίδες προς αυτό. Για μια στιγμή αυτές φωτίστηκαν με το φως της Ελισετουράε.
Και τότε το Μέκα γύρισε το κεφάλι. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του Ντίριζιτου. Σε αυτά τα κόκκινα μάτια το ξωτικό του σκότους είδε κάτι γνώριμο. Το ίδιο βλέμμα είχε ο πατέρας του, ο Ζάκουναφεϊν, όταν είχε αναστηθεί με νεκρομαντεία και είχε σταλεί να σκοτώσει το γιο του. Το βλέμμα της μηχανής, πίσω από την οποία κρύβονται πραγματικά συναισθήματα.
Ήταν όμως πολύ αργά. Οι λεπίδες ήδη περνούσαν ανάμεσα στις αδαμάντινες πλάκες.