Σκόπος του παιχνιδιού είναι να δημιουργηθεί μια μικρή ιστορία ή ένα μικρό παραμυθάκι....
Ο καθένας θα γράφει ένα κομμάτι το πολύ 5 σειρών, το οποίο θα έρχεται κάθε φορά να συμπληρώσει αυτό που γραψε ο προηγούμενος
Κανόνες:
1) Θα παρακαλούσα να είστε κόσμιοι και να προσπαθείτε να ταιριάζεται αυτό που γράφεται με το προηγούμενο κομμάτι...
2) Παρακαλώ ΟΧΙ spamming!!!
Αυτά....
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν...The story thus far....
Κάπου μακριά, αλλά πολύ πολύ μακριά, βρίσκεται μια χώρα μαγική!!
Όλοι μιλούν γι' αυτήν κι όλοι θέλουν να την επισκεφτούν, αλλά κανείς ως σήμερα δεν μπόρεσε να τα καταφέρει. Λέγεται, άλλωστε, πως μόνον όσοι έχουν πραγματικά δυνατή θέληση κι είναι ανιδιοτελείς άνθρωποι μπορούν να πατήσουν το πόδι τους εκεί.
Για χρόνια παραμυθάδες έλεγαν ιστορίες στα παιδιά για αυτόν τον μαγευτικό τόπο και για ήρωες που κίνησαν για να τον βρουν. Κάποιοι από αυτούς έκαναν πολλά κατορθώματα στην διάρκεια της αναζήτησης τους μα γυρνούσαν πίσω χωρίς να βρουν τίποτα, κάποιοι άλλοι έχαναν την ζωή τους στην προσπάθεια και υπήρχαν και άλλοι που τα ίχνη τους χάθηκαν και δεν μάθαμε ποτέ τι απέγιναν. Από αυτές τις ιστορίες κανένας δεν ήξερε πια ποιες ήταν αλήθεια και ποιες απλώς δημιουργήματα της φαντασίας κάποιου. Με τα χρόνια ο κόσμος άρχισε να αμφισβητεί και την ύπαρξη της χώρας αυτής. Μα κανένας δεν πίστευε πιο πολύ στην ύπαρξη της όσο ο μικρός Όρρην. Το θέμα όμως ήτανε το "πώς" θα πήγαινε μια μέρα εκεί. Εξάλλου ο μικρός Όρρην ήτανε ένας χαζούλης και ασήμαντος άνθρωπος (του έλεγε ο πατέρας του). Όμως ο Όρρην είχε απίστευτη φαντασία, τόση που δεν άφηνε κανέναν να μπεί στο δικό του περιβάλλον. Έτσι για να πραγματοποιήσει το όνειρο του σκέφτηκε πως πρέπει να διαβάσει όσα περισσότερα βιβλία μπορούσε... έστω και κάτω απο τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν γύρω του....
Ξεκίνησε λοιπόν να διαβάζει τα λιγόστα βιβλία που είχε μαζέψει η αγράμματη μάνα του για να διακοσμήσει τo σπίτι. Καθέ βράδυ αν και κατάκοπος από τη δουλειά στο σιδεράδικο του πατέρα του πάντα έβρισκε χρόνο να μελετά.Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι τα παραμύθια και τα θρησκευτικά βιβλία που άρχισε να μελετά δεν έχουν να του προσφέρουν και πολλά.
Αυτό που πραγματικά χρείαζομαι, σκέφτηκε είναι ενα σοβαρό σύγγραμμα που θα διαχωρίζει το φανταστικό και θα με φέρει πιο κοντά στην αλήθεια.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και ο μικρός 'Ορρην είχε αρχίσει να απελπίζεται.
- "Ποτέ δε θα μπορέσω να φτάσω στη Μαγική Χώρα, δεν έχω τίποτα και κανέναν να με βοηθήσει".
Ο 'Ορρην παρακαλούσε για ένα σημάδι. Κάθε βράδυ ανέβαινε στο δεντρόσπιτο που είχε φτιάξει με τους φίλους του και κοιτούσε τα αστέρια.
Ένα πρωί, όσο ο 'Ορρην ήταν στη δουλειά, μια επίσημη επιστολή έφτασε στο σπίτι...
"Αν πραγματικά θέλεις να φτάσεις στη μαγική χώρα συνάντησέ με παραμονή Χριστουγέννων στο στενό πίσω από το σιδεράδικο, έχω ένα βιβλίο που σε ενδιαφέρει", έγραφε η ανώνυμη επιστολή...και παρόλο που δεν έλεγε κάτι που θεωρείται γενικά ενδιαφέρον είχε έναν πολύ επίσημο τόνο που τράβηξε τον Όρρην να την εμπιστευτεί...
Ο Όρρην έκανε ό,τι έγραφε η επιστολή, και πήγε την παραμονή των Χριστουγγένων πίσω από το σιδεράδικο, ελπίζοντας ότι το όνειρο του θα γίνει πια πραγματικότητα, ότι θα έβρισκε επιτέλους αυτό που αναζητούσε. Το στενό δεν ήταν μεγάλο, οπότε δεν θα έπρεπε να είχε πρόβλημα να τον βρει. Κι όμως είχε. Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, πουθενά. Είχε χάσει κάθε ελπίδα, μέχρι που εκείνη του εμφανίστηκε με ένα φως: Το μοναδικό φως που μπορούσε να διακρίνει κανείς μέσα σε εκείνο το στενό όπου δεν πατούσε γάτα, το φως που έβγαινε από ένα βιβλιοπωλείο. "Μόνο αυτό μου έμεινε", είπε το παιδί και άνοιξε τη ρημαγμένη πόρτα του βιβλιοπωλείου. Μέσα ήταν ένας γεράκος σε ένα γραφείο περιτρυγιρισμένος από βιβλιοθήκες φίσκα από βιβλία. Ο γεράκος αντιλήφθηκε τον Όρρην και αφού του χαμογέλασε είπε, "αα πρέπει να είσαι το αγοράκι για το οποίο μου μίλησε ο ιδιοκτήτης προχτές ε; Όρρην σωστά;". Ο Όρρην στραβοκατάπιε και έγνεψε θετικά. "Ακολούθησέ με τότε, το δώρο σου είναι στην αποθήκη"...
Άνοιξε την πορτούλα που βρισκόταν στο πίσω μέρος του καταστήματος, πήρε μια σκονισμένη γκαζόλαμπα, που βρισκόταν εκεί κοντά και την άναψε...
-"Για να 'χουμε λίγο φως!!", χασκογέλασε.
Μπήκε μέσα. Ο Όρρην κοιτούσε απορρημένος, δεν τολμούσε ούτε να κουνηθεί. Αναρωτιόταν τί συνέβαινε. Ο γεράκος κατάλαβε ότι το παιδί είχε μείνει πίσω και του είπε
-"Άντε ντε! Ακολούθησε με! Δεν έχουμε πολύ χρόνο!" κι εξαφανίστηκε και πάλι.
Ο Όρρην ταράχθηκε με αυτό που είδε.. η πόρτα οδηγούσε σε ένα δωμάτιο γεμάτο φως. Κοίταξε πίσω του “ακόμη νύχτα είναι έξω” αναρωτήθηκε.. σκέφτηκε ότι ίσως αυτή είναι η χωρα που αναζητούσε. Δίστασε.. αλλα τελικά ακολούθησε τον γεράκο. Κάτι μέσα του τον έκανε να νιώσει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν μόλις περάσει αυτήν την πόρτα.
Το φώς ήταν τόσο δυνατό που έκανε τον Όρρην να καλύψει τα μάτια του.
- "Τί μπορεί να είναι αυτό;", αναρωτήθηκε.
Δειλά δειλα άνοιξε τα βλέφαρά του. Αυτό που αντίκρυσε τον άφησε άναυδο.
Βρέθηκε να αιωρείται μέσα σε ένα τούνελ. Ασυνάρτητες εικόνες γεννιούνταν στο μυαλό του...ψίθυροι χωρίς νόημα...
- "Τι μου συμβαίνει", ρώτησε το γεράκο;
Ο γεράκος χαμογέλασε...
- " Ήρθε η ώρα να συναντήσεις το πεπρωμένο σου, ήρθε η στιγμή να γυρίσεις εκεί όπου όλα ξεκίνησαν..."
Την αμέσως επόμενη στιγμή έχασε τις αισθήσεις του.
Ξύπνησε όταν άρχισε να αισθάνεται ένα δυνατό και οξύ πόνο στο κεφάλι του. Αυτό που διέκρινε του φαινόταν απίστευτο. Δεν βρισκόταν πλέον στο βιβλιοπωλείο, ούτε σε κανένα άλλο δωμάτιο, αλλά ήταν μπροστά σε ένα δάσος με δέντρα που θαρρούσες ότι θα έσκυβαν από πάνω του και θα τον έκρυβαν για πάντα από το βλέμμα του Ήλιου. Δίπλα του υπήρχε ένα χιλιοδιπλωμένο και χιλιοτσαλακωμένο σημείωμα απ’ το οποίο μετά βίας διέκρινε γράμματα και λέξεις. Ήταν η τρεμάμενη γραφή του γέροντα και πολύ σύντομα του εξηγούσε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει το μονοπάτι μέσα στο δάσος, που ξεκινούσε μπροστά στο σημείο που βρέθηκε ξαπλωμένος. «Στο τέλος του μονοπατιού, σε ένα μεγάλο ξέφωτο υπάρχει ένα μεγάλο μπλε μανιτάρι» ,συνέχιζε ο γέροντας, «εκεί, θα βρεις ένα πελώριο αυγό. Αυτό το αυγό να το φροντίσεις και να το προσέξεις σαν τα μάτια σου. Εκεί θα περιμένεις μέχρι την επόμενη πανσέληνο που είναι σε έξι μέρες».
Είδε και απόειδε ο Όρρην, έκανε όπως του είπε ο γέροντας.
Πέρασαν οι μέρες, εν τω μεταξύ ο Όρρην ήταν ταλαιπωρημένος από την φτωχή διατροφή του σε χόρτα, βρύα ακόμη και βελανίδια. Τη νύχτα λοιπόν εκείνη, όταν οι γλυκές ακτίνες του Φεγγαριού απλώθηκαν σε όλο το ξέφωτο, άνοιξε το αυγό και ξεπρόβαλε ένας νεαρός φτερωτός μονόκερος. Ο Όρρην βλέποντας το μονόκερο ένιωσε φόβο αλλά και θαυμασμό. Ποτέ δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη ενός τόσο υπέροχου φτερωτού ζώου. Μόλις συνειδητοποίησε ότι η παρουσία και μόνο αυτού του απίστευτου πλάσματος τον έκανε να νιώθει γαλήνη και ζεστασιά κατάλαβε και κάτι ακόμα. "Αν υπάρχει ένα τόσο όμορφο ζωντανό μπροστά μου τότε και η μαγική χώρα δεν είναι τόσο απίθανη! Ίσως το όνειρό μου πλησιάζει την πραγματοποίηση." σκέφτηκε και πλησίασε το μονόκερο...O μόνοκερος αντιλήφθηκε την κίνηση του Όρρην, σηκώθηκε στα δύο του πόδια αναστατομένος, χλιμίντρισε και εξαφανίστηκε αφήνοντας μόνο του τον Όρρην. Εκείνος τρομάξε, έκανε δυό βήματα πίσω.. και έπεσε.. έκανε να σηκωθεί μα μπροστά του πέρασε μια παράξενη σκιά. Και η μια σκιά έγινε δύο και οι δύο τρεις και οι τρεις πολλές… Έβλεπε σκιές ξωτικών που χόρευαν, άκουγε το γέλιο τους και τα πειράγματά τους, αλλά δεν τα έβλεπε πουθενά. Μόνο σκιές, παντού σκιές.
Ύστερα ένιωσε ένα απαλό χάδι πίσω στο σβέρκο του και τα βλέφαρά του βάρυναν. Πριν χαθούν τα πάντα, διέκρινε μια θαμπή μορφή μια ξωτικίνας και μετά μόνο σκοτάδι…Παντού σκοτάδι...
Ο Όρρην βρέθηκε ξαπλωμένος σ'ένα στρώμα από λουλούδια. Κοίταξε γύρω του σαστισμένος. Βρισκόταν μέσα στην κουφάλα ενός γιγάντιου δέντρου, ενός δέντρου που έμοιαζε με σπίτι. Μια κοπέλα κοιμόταν δίπλα του. Ο Όρρην δίστασε για μια στιγμή μα στη συνέχεια σηκώθηκε σιγά σιγά απο το στρώμα. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος...
Ο δυνατός θόρυβος παρήχθει από τα παράθυρα τα οποία άνοιξε η όμορφη ξωτικίνα που του έφερε λίγο ζεστό νέρο και φαγητό.Τον ρώτησε με γλύκο χαμόγελο - χαμόγελο που θα θάμπωνε κάθε πλάσμα της γης από αγάπη - "Είσαι καλύτερα Όρρην ?". Ο Όρρην σοκαρισμένος την ρώτησε "Πως ξέρεις το ονομά μου?". Η όμορφη ξωτικίνα του απάντησε "Λέγομαι Άριεν. Γνωρίζω τα πάντα για σένα." Ο Όρρην βυθισμένος στις σκέψεις ρώτησε την Άριεν "Που βρίσκομαι ?Πως βρέθηκα εδώ ?" Η Άριεν του απάντησε "Είσαι στην μαγική χώρα των ξωτικών.Σε έφερα εγώ με λίγη σκόνη μαγική, η οποία λέγεται σκόνη αντιβαρύτητας." Ο Όρρην σοκάρεται απο την μεγάλη έκπληξη του καταπληκτικού αυτού νέου...
Κάπου μακριά, αλλά πολύ πολύ μακριά, βρίσκεται μια χώρα μαγική!!
Όλοι μιλούν γι' αυτήν κι όλοι θέλουν να την επισκεφτούν, αλλά κανείς ως σήμερα δεν μπόρεσε να τα καταφέρει. Λέγεται, άλλωστε, πως μόνον όσοι έχουν πραγματικά δυνατή θέληση κι είναι ανιδιοτελείς άνθρωποι μπορούν να πατήσουν το πόδι τους εκεί.