--------------------------------------------------------
Πρόλογος
Τα χέρια του ήταν δέσμια και η καρδιά του έτρεμε μέσα στο κοκάλινο καβούκι της. Οι μπράβοι, σκόρπιοι στους τέσσερις ορίζοντες, έμοιαζαν να παρασέρνονται από τους τοίχους του δωματίου ολοένα και πιο κοντά στην καρέκλα του. Θα πέθαινε πριν χαράξει καινούργια μέρα.
Τα βήματα απέξω, αρχικά ως απόηχος, πλέον βαριά και βιαστικά, τον έφερναν πιο κοντά στην μοίρα του. Η πόρτα άνοιξε και άλλοι δύο φουσκωτοί ξεπρόβαλλαν, με τον γερασμένο άντρα να έπεται. Κατευθύνθηκε προς την μπάρα που δέσποζε στην άκρη της αίθουσας. Δεν υπήρξε βλεμματική επαφή. Τα μάτια του καλοντυμένου γέρου εστίασαν στα αλκοολούχα ποτά.
Κοίταξε με περίσσεια προσοχή τα μπουκάλια και με λεπτές κινήσεις άρχισε να συλλέγει, να αναμιγνύει, να ανακινεί. Είχε εκείνη την άνεση και την ομορφιά της χάρης που μόνο η ανθρώπινη αυθεντία κατέχει. Έχυσε το μείγμα σε δύο πορσελάνινα ποτήρια και πλησίασε.
‘’Θύμισε μου πόσες φορές έχεις εξαπατήσει και κλέψει καζίνο που διοικώ.’’ είπε μόλις κάθισε στην καρέκλα απέναντι του. Άφησε ένα ποτήρι μπροστά στον καθένα τους και δίπλωσε τα πόδια του όπως οι μάγκες περασμένων εποχών.
Ο νέος άνοιξε το στόμα του και σταμάτησε. Τα σάλια του έμοιαζαν πηκτά. Ξανάσμιξε τα χείλη του και κατάπιε όσο πιο δυνατά γινόταν. Έκανε να ξαναμιλήσει.
‘’Δον Αλε-‘’
‘’Δεν χρειάζονται τίτλοι και προσφωνήσεις. Απόψε θα είμαι απλώς ο μπάρμαν του μαγαζιού. Όπως στα νιάτα μου.’’ τον διέκοψε με μια κίνηση του χεριού του ‘’Σκέψου το σαν κίνηση καλών προθέσεων.’’
Τα λόγια μπέρδεψαν τον νεαρό τσαρλατάνο. Έμεινε για μια στιγμή σαστισμένος και ύστερα συνέχισε.
‘’Όπως θέλετε. Δεκατέσσερις φορές είναι ο ακριβής αριθμός.’’ είπε και προετοιμάστηκε για κάποια απότομη αντίδραση. Όταν δεν ήρθε συνέχισε ‘’Σήμερα θα ήταν η δέκατη πέμπτη.’’
‘’Απίστευτο. Απίστευτο. Απίστευτο. ‘’ σε κάθε επανάληψη κοίταζε κάποιον άλλον από τους άντρες του ‘’Είσαι ταλέντο. Αυτό οφείλω να το παραδεχτώ.’’ είπε και έσκυψε μπροστά σαν να παρασύρεται από το βάρος του.
‘’Αν συνέβαινε αυτό στον προηγούμενο αρχιμαφιόζο, οικογένειες θα έχαναν το εισόδημα τους, γυναίκες θα έμεναν χείρες και ορφανά θα ξεχρέωναν ζημιές ετών.’’ τον κοίταξε στα μάτια και άφησε την σιωπή να μιλήσει.
Ο νέος απέναντι του δεν έβγαλε άχνα. Οι μπράβοι άρχισαν να χαμογελάνε και ο μαφιόζος γέλασε με την ψυχή του.
‘’Δεν πείθω κανέναν σας, έτσι δεν είναι?’’
Οι υπάλληλοι του κούνησαν μαζί τα κεφάλια τους. Μόλις ο αιχμάλωτος του σήκωσε το πρόσωπο του όλη η προσοχή ξανάπεσε πάνω του.
‘’Πες μου όμως. Ειλικρινά, τι πιστεύεις πως θα έκανε ο προκάτοχος μου στον υπεύθυνο, ποια τιμωρία σου αξίζει?’’ συνέχισε ο γέρος μετά από μια γουλιά από το κοκτέιλ του.
‘’Δεν μπορώ να το κρίνω αυτό. Μπορώ μόνο να διαπραγματευτώ για την ακεραιότητα μου.’’ μάζεψε όσο θάρρος γινόταν και ίσιωσε τους ώμους του.
‘’Αυτό προϋποθέτει κάποιο προβάδισμα ή κρυφό άσο από την μεριά σου. Εσύ είσαι αδύναμος τζογαδόρε. Δεν έχεις καμιά εξουσία.’’
‘’Μπορώ να γίνω χρήσιμος. Το ταλέντο μου έχει τιμή και αυτή τη στιγμή είναι η χαμηλότερη που έχει υπάρξει ποτέ.’’ είπε ο νέος και χαλάρωσε τους μυς του προσώπου του. Ήταν σίγουρος πως έμοιαζε όσο ακίνδυνος ήταν ανθρωπίνως δυνατό να έδειχνε.
‘’Δεν θα εμπιστευτώ σκυλί που ξεπουλάει τόσο εύκολα τον αφέντη του. Ακόμα δεν πιέστηκες και βιάζεσαι να αλλάξεις στρατόπεδο.’’
Ακόμη μια γουλιά συνόδευσε τον λόγο του γέρου. Οι κινήσεις του ήταν λαίμαργες και εξαρτητικές, σαν τους μεθύστακες σε κακόφημα μαγαζιά. Θεατρικές και προσεγμένες, όπως οι υποκριτές του δρόμου.
‘’Σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει εργοδότης. Η επιχείρηση στήθηκε για να βοηθήσω οικονομικά έναν από τους συνεργάτες μου.’’
Φόβος ξύπνησε ξανά μέσα του. Αυτή τη φορά για τους ανθρώπους που ήταν μαζί του στο κόλπο ‘’Τι απέγιναν?’’ πήρε την πρωτοβουλία να ρωτήσει.
‘’Ανακρίθηκαν όπως εσύ.’’
‘’Και? Τι απέγιναν μετά?’’
‘’Κρατούνται μέχρι να μάθουμε όλα όσα θέλουμε.’’ είπε ο γέρος και ίσιωσε τα μανίκια στο σακάκι του. Ύστερα βούλιαξε τα χέρια του στις τσέπες της. Το στόμα του στράβωσε και έκπληξη διαγράφηκε στο πρόσωπο του. Τράβηξε το δεξί του άκρο και στην παλάμη του βρισκόταν πλέον ένα μικρό αντικείμενο.
Το έφερε στις άκρες των δακτύλων του. Ένα κομμάτι σκακιού. Βασίλισσα ίσως. Ο νέος έκανε να έρθει πιο κοντά. Οι μπράβοι άγγιξαν την ζώνη τους. Ναι, ήταν η βασίλισσα. Τα χαρακτηριστικά του μαφιόζου έχασαν το βάθος τους. Η έκφραση του βυθίστηκε στον ωκεανό πίσω από τις σκέψεις του.
‘’Οπότε θα ξέρετε πως αυτό που σας είπα είναι αλήθεια. Δεν σας λέω ψέματα.’’ προσπάθησε να επαναφέρει την συζήτηση ο νεαρός.
‘’Πως βρέθηκες εσύ εδώ?’’ ψιθύρισε στον εαυτό του ο γεράκος απέναντι. Η στάση του κορμιού του τον έκανε πιο μικρόσωμο από ότι πραγματικά ήταν. Τα μάτια του όμως έλαμπαν με την τρέλα της νιότης. Σαν να τον έβλεπες μέσα από τον καθρέφτη της αιώνιας νεότητας. Τα λόγια του τσαρλατάνου έπεσαν στο κενό.
‘’Ναι, το παραδέχτηκε ο συνεργάτης σου. Κάτι για τον αδερφό του που πάσχει από ανίατη ασθένεια. Αν μάζευα ένα τάλιρο για κάθε φορά που μου το λέγανε αυτό θα ξεχρέωνα την ζημιά που μου έχεις επιφέρει.’’ σοβάρεψε απότομα, λες και πιάστηκε από μια αόρατη λέμβο μέσα στον χείμαρρο των αναμνήσεων του.
‘’Όπως και να έχει, διέταξα τον ιατρό μου να ανακαλύψει αν αληθεύει η νοσηλεία που μας έλεγε. Μην το έχω βάρος τώρα που είμαι στα γεράματα.’’ τα δάκτυλα του άρχισαν να παίζουν με το κομμάτι. ‘’Ανέφεραν και μερικούς από τους προηγούμενους εργοδότες σου, αλλά υπάρχει ψωμί ακόμα.’’
Ο τζογαδόρος χαμογέλασε ελαφρώς. Ίσως να υπήρχε ελπίδα. Πριν προλάβει να πάρει τον λόγο, ο γέρος με το κομψό σακάκι σηκώθηκε και κίνησε προς την μπάρα.
‘’Είσαι για ένα στοίχημα τζογαδόρε?’’ του είπε ενώ ψαχούλευε στον αέρα το κατάλληλο ποτό. Εκείνος άφησε τον ήχο του χτυπήματος του κοκτέιλ να οδηγήσει την σκέψη του. Κάθε γδούπος απέκλειε και μια πιθανή απάντηση.
‘’Δεν μπορώ να αρνηθώ στην θέση μου.’’ απάντησε μόλις γέμισε εκ νέου του ποτήρι του ο αρχιμαφιόζος.
‘’Πάντοτε μπορείς. Κανείς δεν σε υποχρεώνει. Απλώς αν το κάνεις η νύκτα θα είναι λιγότερο διασκεδαστική.’’
Όταν επέστρεψε στην θέση του, έσπρωξε το μείγμα που είχε φτιάξει κάμποσα λεπτά πριν προς τον δέσμιο του και τοποθέτησε την βασίλισσα στο κέντρο του τραπεζιού.
‘’Δοκίμασε αν θες. Πάντοτε με παίνευαν για τις ικανότητες μου ως μπάρμαν.’’
Ο νεαρός υπάκουσε και έβρεξε τον ουρανίσκο του. Πίκριζε. Στο τέλος της κατάποσης σου άφηνε αυτήν την αίσθηση του μουδιάσματος, όπως όταν μασάς για πολύ ώρα αποξηραμένο γαρίφαλο. Ήπιε λίγο ακόμα και ακούμπησε το γυαλικό κάτω.
‘’Ιδιαίτερο.’’ αρκέστηκε να σχολιάσει.
‘’Έχεις ιδέα από σκάκι, τζογαδόρε?’’
Δεν περίμενε το συγκεκριμένο παιχνίδι να συνοδεύει την λέξη στοίχημα.
‘’Έπαιζα με τον πατέρα μου όσο ζούσα στο πατρικό μου. Παιχνίδι των τζέντλεμαν. Όχι για αλάνια της πιάτσας όπως εγώ.’’
‘’Διαφωνώ. Το σκάκι εκ γεννησιμιού του ήταν παιχνίδι τόσο της αριστοκρατίας, όσο και των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Θέλει ταλέντο, όχι πόρους και στάτους. Τουλάχιστον στο επίπεδο μας.’’ Κατέβασε κάμποσες γουλιές και τα μάγουλα του αναψοκοκκίνισαν.
Ποιος παίζει σκάκι έχοντας κάνει κεφάλι? Αν δεν τον κορόιδευε δηλαδή.
‘’Το θέμα είναι πως δεν ξέρω το επίπεδο σου μπάρμαν- μου επιτρέπεις να σε αποκαλώ έτσι ελπίζω-’’ ο άντρας έγνεψε θετικά ‘’Είμαι τζογαδόρος. Οφείλω να γνωρίζω όλες τις πιθανότητες στο τραπέζι που συμμετέχω.’’
Η σιγουριά στο ύφος του φαινόταν να επανέρχεται με κάθε λέξη που ξεστόμιζε.
‘’Όταν παίζεις πόκερ με αγνώστους τους έχεις μελετήσει από πριν?’’
‘’Όταν θέλω να νικήσω ναι. Τον καθένα ξεχωριστά. Φροντίζω να μάθω με ποιο χέρι γράφουν και με ποιο αγκαλιάζουν την γυναίκα τους.’’
‘’Εδώ όμως δεν μπορείς παρά να εμπιστευτείς τον λόγο μου πως δεν είμαι κάνας επαγγελματίας, ή να αρνηθείς την πρόκληση.’’ είπε ο γέρος ενώ ξεκούμπωνε το σακάκι κουμπί προς κουμπί. Αφότου τα ξεκούμπωσε όλα, αφαίρεσε το ρούχο, το δίπλωσε και το άφησε αγκαζέ σε έναν από τους υπαλλήλους του.
‘’Πως προέκυψε το σκάκι? Εξήγησε μου όλη την ιδέα σου.’’
‘’Αυθόρμητα, στο ορκίζομαι. Είχα ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξη του συγκεκριμένου κομματιού!’’ τα λεπτοκαμωμένα του δάκτυλα έδειξαν το κοκάλινο αντικείμενο. Ποιο κακόμοιρο ζώο να έχασε την ζωή του για αυτό, άραγε? Ίσως ελέφαντας. Μπορεί κάποιος καημένος ανθρωπάκος. Ο νέος χαμογέλασε με τον εαυτό του.
‘’Ναι, τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το κομμάτι?’’ η ανυπομονησία του φούντωνε πίσω από τα καστανά μάτια του.
‘’Αυτή η βασίλισσα, όπως και τα αδερφικά της κομμάτια, ήταν παρούσα την νύκτα που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να γίνω ο επόμενος αρχιμαφιόζος αυτής της οργάνωσης!’’ σήκωσε τις παλάμες του θριαμβευτικά!
Ο νεαρός κοίταξε τον γεράκο στα μάτια, σαν να ήθελε να τον ψαρέψει.
‘’Στον λόγο μου! Ήταν η πιο τρελή νύκτα της ζωής μου. Το αφεντικό είχε πέσει νεκρό και δώδεκα νοματαίοι είχαμε κλειδωθεί μέσα σε τέσσερις τοίχους του καζίνου, έως ότου βρίσκαμε όλους τους δράστες!’’
Παραλήρημα. Ο γέρος απόλεσε το μυαλό του όταν χάθηκε στις αναμνήσεις του. Γιατί δεν γελάνε οι γορίλες γύρω του όπως πριν?
‘’Μάλιστα. Και τους βρήκες. Τα σέβη μου.’’ ακολούθησε στο ίδιο κλίμα και αυτός. Παρέα στην παράσταση. Μέρος του αστείου.
‘’Άκχα! Αυτό το σημείο δεν μπορώ να στο αποκαλύψω. Αυτό είναι το μυστήριο που πρέπει να λύσεις!’’
‘’Για αγώνα σκάκι δεν μου έλεγες?’’ τώρα ήταν σειρά του να ανάψει με αυτά που άκουγε. Κατέβασε ακόμα λίγο φαρμάκι.
‘’Και τα δύο.’’ τα δάκτυλα του μαφιόζου δίπλωσαν και συσπάστηκαν, με το χαρακτηριστικό κρακ να έπεται ‘’Το να μου αποκαλύψεις τις πληροφορίες που θέλω είναι βαρετό και απίστευτα μονοδιάστατο εκ μέρους μου. Για αυτό θα παίξουμε ένα διπλό παιχνίδι. Δύο παράλληλα γκαμπί. Το πρώτο θα περιλαμβάνει την αφήγηση της περιπέτειας που έζησα, και εσύ θα καλείσαι στο τέλος κάθε μέρας να βρεις αν το πρόσωπο που πέθανε είναι αθώος ή δολοφόνος. Όσο το πετυχαίνεις θα συνεχίζεις. Αν αποτύχεις έστω και μια φορά χάνεις το πρώτο στοίχημα. Το δεύτερο θα είναι η παρτίδα που θα παίξουμε. Αν κερδίσεις έστω και σε ένα από τα δύο, είσαι ελεύθερος. Σε αντίθετη περίπτωση η διαδρομή σου τούτο τον κόσμο τελειώνει σήμερα.’’ είπε με τα κίτρινα δόντια του να διατάζονται παράλληλα, έτοιμα να δαγκώσουν τον λαιμό του.
‘’Πώς?’’ όσες φορές και αν ανοιγόκλεινε τα μάτια του, η ζάλη από την τελευταία φράση του μαφιόζου δεν έφευγε από τα αφτιά του.
‘’Υπάρχει ένα χρέος που οφείλεις να μου ξεπληρώσεις παλικάρι. Ορίστε η ευκαιρία σου. Για να μην επεμβαίνω στην σκέψη σου, θα κάνω την αφήγηση μόνο όταν έρχεται ο δικός μου γύρος στην παρτίδα. Εφόσον χάσεις το πρώτο στοίχημα, θα σταματήσω εντελώς την ιστορία, ώστε να επικεντρωθείς πλήρως στο παιχνίδι, αν και, αν θέλεις, μπορώ να την συνεχίσω. Είναι πολύ καλή για να αφεθεί στην μέση.’’ συνέχισε ακατάβλητα, αδιαφορώντας επιδεικτικά για την αντίδραση του τσαρλατάνου.
Το μέτρο της ψυχραιμίας χάθηκε.
‘’Σταμάτα να μιλάς σαν να είσαι κάποιος αξιοσέβαστος κύριος που μου κάνει χάρη αμόρφωτε βρομιάρη! Λες και δεν ξέρω πόσο βουτηγμένος στα σκατά είσαι, εσύ και οι αρουραίοι της κλίκας σου! Γιατί δεν μου λες τι θέλεις από μένα ντόμπρα?’’ φώναξε σαν να ήθελε να τρομάξει τους εχθρούς του, όπως κάνουν τα ζώα της ζούγκλας. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω από το κρανίο. Ένας σαλεμένος ήρωας στο άντρο των ανταγωνιστών του μύθου του.
‘’Δεν σε φοβάμαι Δον!’’
Το χαστούκι του μπράβου πόνεσε σαν να ήταν αγκωνιά. Τα δύο δακτυλίδια στο παχύ του χέρι άφησαν βαθουλώματα στα ζυγωματικά του νεαρού. Σωριάστηκε στην καρέκλα με δακρυσμένα μάτια. Που ήταν η ανδρεία του τώρα?
‘’Μιλάω έτσι επειδή έτσι με δίδαξαν να μιλάω. Δεν έχεις καταλάβει πως αυτή τη στιγμή είσαι μια ακρίδα στα χέρια μου, που ο μόνος λόγος που δεν την διαμελίζω είναι επειδή μου αρέσει το χοροπηδηχτό της.’’
Πλέον απέναντι του δεν στεκόταν ένας γέρος ξεχασμένος από τις ημέρες δόξας του, αλλά το είδωλο του ανθρώπου που έχτισε μια δυναστεία παρανομίας. Ο ίδιος καθρέφτης είχε στηθεί εκ νέου μπροστά του, μόνο που τώρα τα δόντια ήταν κοφτερά και διψασμένα.
‘’Είσαι ελεύθερος να αρνηθείς την πρόκληση. Τότε θα κάνω αυτό που σκόπευα από την αρχή. Θα σε ματώσω έως ότου αποκαλύψεις και την τελευταία λεπτομέρεια για τις παρανομίες σου εις βάρος μου και τις όποιες διασυνδέσεις σου. Και αφού απολέσεις την κάθε χρησιμότητα σου, θα περάσω μια σφαίρα μέσα από το κρανίο σου. Θες να με ξεπληρώσεις? Επέστρεψε μου τα εκατομμύρια που μου έκλεψες. Τώρα. Μπορείς?’’
Ο τζογαδόρος έγνεψε αρνητικά. Η μεριά του χτυπήματος είχε αρχίσει να πρήζεται και να μελανιάζει.
‘’Το φαντάστηκα. Δεν έχουν καμία χρησιμότητα οι υπηρεσίες σου. Ακόμα και αν είχαν, η απατεωνιά δεν ξεπληρώνεται με υπέρ μου απατεωνιά. Άσε με να το γνωρίζω καλύτερα αυτό.’’ ολοκλήρωσε και κίνησε ξανά στην γνωστή διαδρομή προς την μπάρα.
‘’Και πως ξέρω ότι αν κερδίσω θα κρατήσεις τον λόγο σου?’’ είπε πασχίζοντας να κρατήσει τον τόνο της φωνής του ο νεαρός.
‘’Δεν το ξέρεις. Μπορείς μόνο να ελπίζεις.’’ ο ήχος του χτυπήματος από το ανακάτεμα χύθηκε εκ νέου στην ατμόσφαιρα.
‘’Εντάξει. Δέχομαι. Θα παίξω στο στοίχημα σου.’’ βαθιά ανάσα ακολούθησε την αποδοχή. Αυτή θα ήταν η τελευταία νύκτα του. Δεν υπήρχε αμφισβήτηση.
‘’Φύσσα, πάρε την σκακιέρα από το γραφείο μου, αν δεν σου είναι κόπος, και φέρε την εδώ.’’ είπε και ένας από τους γορίλες αποχώρησε με γοργό βήμα μετά το τυπικό μάλιστα.
‘’Λευκά ή μαύρα?’’
‘’Λευκά.’’ είπε χωρίς δεύτερη σκέψη ο νέος.
‘’Καψή, έχεις τα κλειδιά των χειροπέδων του?’’
Ο μαυροφορεμένος άντρας τα έβγαλε από το κουστούμι του αστραπιαία.
‘’Λύσε τον, σε παρακαλώ.’’
Τα άκρα του ήταν ελεύθερα μετά από ώρες. Το δέρμα κάτω από το μέταλλο είχε καεί από την τριβή. Σκέφτηκε να το γλείψει όπως τα άγρια ζώα. Στην τελική, σαν και εκείνα, πλέον πάλευε για την επιβίωση του. Περιορίστηκε στο να τα αγγίξει απαλά.
Ο Φύσσας ξεπρόβαλε στην πόρτα με την σκακιέρα. Έμοιαζε μινιατούρα μέσα στα πελώρια χέρια του. Την τοποθέτησε μπροστά στους δύο αντιπάλους και πήγε να σταθεί στην γωνία του. Ένα, ένα, τα κομμάτια έμπαιναν στα τετράγωνα τους. Η άσπρη βασίλισσα ακούμπησε τελευταία στην αφετηρία της.
Πόσο καιρό είχε να ακουμπήσει κομμάτια σκακιού σκέφτηκε. Από τότε που παράτησε τον γέρο και την μάνα του για μια καλύτερη ζωή από την τσάπα και το όργωμα. Το μυαλό του εγκατέλειψε για λίγο τους τέσσερις τοίχους που τον έπνιγαν και ταξίδεψε στα ορεινά κτήματα της ξένοιαστης εποχής. Τότε που τιμωρία ήταν το κατσάδιασμα και η απαγόρευση εξόδου. Έφερε στο μυαλό του τον πατέρα του να παίζει σκάκι με τους υπόλοιπους χωριάτες. Τον φαντάστηκε να αποκτά την χάρη των τζέντλεμαν του δεκάτου ένατου αιώνα. Των ρομαντικών που έπαιζαν για την ομορφιά του παιχνιδιού, και όχι για την ματαιοδοξία της νίκης. Εκείνους που ζούσαν γρήγορα και πέθαιναν νέοι. Πόσο του άρεσε αυτό το ρητό.
Το πιόνι του βασιλιά κινήθηκε δύο θέσεις μπροστά.
Το απέναντι πιόνι το αντέγραψε.
Στα δεξιά, το πιόνι του αξιωματικού στάθηκε δίπλα του. Το γάντι είχε ριχτεί.
‘’Γκαμπί του βασιλιά! Τι τρόπος να κριθεί μια ψυχή. Το άνοιγμα των τζογαδόρων!’’
--------------------------------------------------------
Το .aNiMe//GR παρουσιάζει
μια παραγωγή της
Masha of Guns productions
Η Νύχτα Πέφτει στην Anime//GR Town:
To Άνοιγμα των Τζογαδόρων
--------------------------------------------------------
Προτού αρχίσω την αφήγηση, είναι αναγκαίο να σε κάνω να καταλάβεις πως είναι να δουλεύεις σε ένα καζίνο. Σύμφωνοι, είσαι επαγγελματίας και έχεις περάσει ουδέν ακαταφρόνητο διάστημα χωμένος μέσα στα δρώμενα μαγαζιών ευπρεπών, και άλλων όχι τόσο. Είναι άλλος ο κόσμος όμως, όταν φοράς την στολή του κρουπιέρη, του μπράβου, του μπάρμαν. Υπάρχει ένα αόρατο συμβόλαιο ραμμένο κάτω από ύφασμα. Ένας όρκος τιμής να φροντίσεις η επιχείρηση να στέκει κόντρα σε κάθε αντιξοότητα. Σερβίρω ένα καθίκι σαν και εσένα κοιτάζοντας σε στα μάτια, επειδή ξέρω πως ο πορτιέρης σου έχει σφίξει το χέρι, αφού με την σειρά του έχει δει τι αυτοκίνητο έχεις παραδώσει στον παρκαδόρο, ο οποίος είχε παρατηρήσει τον τρόπο που οδηγάς. Εγώ θα σφυρίξω στην κοπέλα στην ρουλέτα τι χαρτζιλίκι μου έδωσες. Εκείνη θα σου χαμογελάσει ένα εκατοστό παραπάνω για κάθε πενηντάρα που έσταξες, και οι άνθρωποι της ασφάλειας θα ξέρουν να σε αρπάξουν από τα μπράτσα όταν το χαμόγελο χαθεί από τα χειλάκια της. Αν αυτή η αλυσίδα ραγεί σε οποιοδήποτε σημείο, το καζίνο ζημιώνεται. Τόσο απλά.
Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ τίποτα δεν λειτουργούσε όπως θα έπρεπε. Τα θύματα της υπόθεσης ήταν το μελλοθάνατο αφεντικό και ένας μπαρίστας που βιαζόταν να τελειώσει η βάρδια του. Όχι τζογαδόρε! Συγκεντρώσου. Σαν να μην κατάλαβες τίποτα από αυτά που μόλις είπα. Το θύμα της υπόθεσης ήταν το καζίνο. Εμείς οι δύο ήμασταν απλά οι πρωταγωνιστές.
Το αλκοόλ δεν ήταν η δημοφιλέστερη ασχολία εκείνη την νύκτα. Είτε οι πελάτες δεν διψούσαν, είτε η πόση ήταν επιτηδευμένα αργή. Το συμπέρασμα ήταν πως δεν έκανα καλά την δουλειά μου. Το τσιγάρο από την άλλη έδινε και έπαιρνε στον κοσμάκη. Δεν απαγορεύοταν το κάπνισμα στους κλειστούς χώρους τότε. Τι στείρο μέτρο. Γιατί η έγκυος και ο τύπος με το άσθμα στο καζίνο θα συχνάζουν. Τους ζήλεψα και άναψα και εγώ. Πέντε τζούρες αργότερα ένας τύπος ντυμένος ιεραπόστολος καθόταν παραπέρα στην μπάρα μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω πίσω από τα μαύρα γυαλιά του και αυτό με έκανε να νιώθω άβολα. Κοίταξα τα χέρια του. Δεν φαινόταν να κρατούσε ποτό.
‘’Μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριε?’’ τον ρώτησα αφού άφησα το τσιγάρο στο τασάκι.
‘’Ένα mojito μόλις εξυπηρετήσεις την κυρία.’’ είπε με τον ενοχλητικό τόνο που έχουν εκείνοι που ξέρουν πάντοτε περισσότερα από σένα. Κατέβασε ελαφρώς το καπέλο που φορούσε σε χαιρετισμό στο πρόσωπο που μόλις είχε πλησιάσει. Η γυναίκα χαμογέλασε και κάθισε σιμά μας. Τα δάκτυλα της ψάρεψαν ένα τσιγάρο από την θήκη τους.
‘’Έχετε φωτιά?’’ κοίταξε τον σκιερό τύπο με νάζι. Το κόκκινο των μαλλιών της έδωσε χρώμα στο καφετί στέκι μου.
‘’Δεν καπνίζω, αλλά είμαι σίγουρος πως το παλικάρι θα έχει.’’ είπε και έστρεψε την γαμψή του μύτη προς το μέρος μου. Για τα μάτια του δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος.
‘’Ασφαλώς.’’ της έδωσα εκείνον που μόλις είχα χρησιμοποιήσει ‘’Κρατήστε τον. Μεθυσμένοι πελάτες τους ξεχνάνε συνέχεια. Τι θα θέλατε?’’
Η φλόγα φώτισε τα κερασόχρωα χείλη της και εκείνα γέννησαν κίνηση στον ζαλισμένο καπνό. Ενώ έκανε την μία τζούρα πίσω από την άλλη, τα χέρια της έφτιαχνα σε κότσο το φουντωτό μαλλί της. Οι γυμνοί ώμοι της βαστούσαν να αντέξουν στην θέα του γερμένου λαιμού της. Δεν ήταν παρά όταν σήκωσε τα βλέφαρα της και η αντανάκλαση μου φάνηκε στις κόρες των ματιών της που κατάλαβα το πόσο αποσβολωμένος κοίταζα.
‘’Μία μαργαρίτα, και παρακαλώ, να μας τα φέρεις παρέα.’’ ΄φύσηξε τον καπνό μακριά. Μόνο το αποτσίγαρο παρέμενε πλέον από το καμαρωτό τσιγάρο της.
‘’Άνθρωπος του θεού?’’ την άκουσα να ρωτάει από πίσω μου ενώ έφτιαχνα τα κοκτέιλ τους.
‘’Είναι τόσο στερεότυπη η εικόνα μου?’’ χαχάνισε σαν το λαγωνικό εκείνος ‘’Δεν θα με έλεγα πρόσωπο της θρησκείας. Είμαι εργοδότης. Οι υπάλληλοι μου παρέχουν υπηρεσίες σε αυτούς που έχουν ανάγκη και εγώ συλλέγω τα αντίτιμο.’’
‘’Σαν φοροεισπράκτορας ακούγεται.’’ σχολίασε εκείνη ‘’Παρεμπιπτόντως, Francesca Victoria, οι φίλοι με φωνάζουν Franka. Χάρηκα για την γνωριμία.’’ είδα με την άκρη του ματιού μου το χέρι της σε στάση χειραψίας.
‘’Louvre. Για τους φαν Rubel. Η χαρά είναι όλη δική μου. Με αρκετή απλοποίηση όλα τα επαγγέλματα χωρίζονται σε εισπράκτορες και εργάτες. Δεν δουλεύει έτσι ο κόσμος.’’ η κρύα φωνή του μούδιαζε τα δάκτυλα μου. Από την εμφάνιση του μέχρι το όνομα, όλα μύριζαν απάτη πάνω του. Και εμένα με λένε Μετροπόλιταν! Απίθανη και η τύπισσα όμως. Από όλους τους περίεργους έπιασε κουβέντα με εκείνον που έφερε ταμπέλα πάνω από το κεφάλι του.
‘’Τα κοκτέιλ σας.’’ τους σέρβιρα με την σειρά ‘’Καλή διαμονή στο καζίνο.’’ είπα και στήθηκα σαν το γκαρσόνι που αναμένει διαταγές.
‘’Προς θεού, δεν ήθελα να φανώ κακεντρεχής.’’ είπε η Francesca καθώς κατέβαζε το αλκοολούχο. Μου έκανε εντύπωση πως δεν πνίγηκε.
‘’Τι σας φέρνει στην Ελλάδα, αν δεν γίνομαι αδιάκριτος.’’ πήρε την σκυτάλη ο άντρας. Ίσα που είχε ακουμπήσει με την γλώσσα του το ποτό του.
‘’Ταξίδι αναψυχής σε ένα νησί του Αιγαίου. Το ένα φέρνει το άλλο θα έλεγα.’’ σήκωσε τον κορμό της ‘’Θα με συνοδεύατε σε ένα τραπέζι πόκερ, αγαπητέ?’’
‘’Ομολογώ πως δεν γνωρίζω από τυχερά παιχνίδια, αλλά είμαι σίγουρος πως δίπλα σας μπορώ μονάχα να μάθω.’’ ίσιωσε τα στόμα του σαν να ήθελε να χαμογελάσει. Σκυθρωπός στάθηκε δίπλα στην ψιλή ξένη. Σαν όνειρο θερινής νυκτός θα έπρεπε να ήταν η εμπειρία μου μαζί τους. Οι μοίρες είχαν άλλα σχέδια ωστόσο.
--------------------------------------------------------
‘’Τι εννοείς να πάω στο τραπέζι πέντε?’’ πετάχτηκα από την θέση μου σαν να θέλω να καβγαδίσω.
‘’Κάτι προέκυψε στον Σεϊταρίδη και δεν υπάρχει κανείς στην ρουλέτα.’’ μου είπε ο συνάδελφος αφότου τραβήχτηκε μερικά εκατοστά.
‘’Το κατάλαβα αυτό. Ποιος άλλος θα έλειπε! Γιατί σε ρωτάω?’’
‘’Γιατί είσαι ο μόνος που τελειώνει η βάρδια του και δεν θα κουβαλήσουμε άτομα που κοιμούνται τέτοια ώρα.’’ έφερε το χέρι του πίσω από τον σβέρκο μου ‘’Έλα, δύο ώρες είναι. Μετά είσαι ελεύθερος.’’ με έσπρωξε φιλικά.
Παρά την κούραση, η υπερένταση δεν θα με άφηνε να κοιμηθώ νωρίς, οπότε αποφάσισα να ξοδέψω ακόμα λίγο χρόνο από τα νιάτα μου. Τι σημασία είχε. Έριξα λίγο νερό στα πρόσωπο μου και άνοιξα δεύτερο ταμείο.
Δεν πέρασε ένα λεπτό και δύο κοριτσάκια κάθισαν με μπόλικες μάρκες στο χέρι.
‘’Δεν επιτρέπεται ο τζόγος σε ανήλικα. Που είναι οι γον-‘’
‘’Σκάσε και παίζε.’’ πετάχτηκε το ξανθό σκατό.
‘’Πενήντα ευρώ στους ζυγούς μιγαδικούς.’’ ακούμπησε μια χούφτα μάρκες στο στοίχημα ο μπλε στούμπος δίπλα της.
‘’Δεν υπάρχει αυτό το ποντάρισμα. Και που είναι οι γον-‘’
‘’Θα μου πεις πως θα παίξω?’’ πετάχτηκε η μπλε τύπισσα τώρα ‘’Πόνταρα. Γύρνα την ρουλέτα.’’
‘’Pipimi, είσαι στεναχωρημένη?’’ την σκούντηξε το κίτρινο γκόμπλιν.
‘’Όχι. Γύρνα την ρουλέτα, κρουπιέρη.’’ είπε με τον ίδιο τόνο φωνής η Pipimi.
Έδωσα ορμή στον χρωματιστό τροχό και την κατάλληλη στιγμή πέταξα αντίστροφα την μπίλια. Ο μεταλλικός ήχος τριβής διακοπτόταν μόνο από τα περιοδικά ‘’Pipimi, είσαι στεναχωρημένη?’’ συνοδεύομενα με όλα και πιο ισχυρά χτυπήματα στο μπράτσο του μπλε νάνου.
‘’Τριάντα ένα μαύρο. Ούτε μιγαδικός, ούτε ζυ-‘’ το ρέψιμο της Pipimi σταμάτησε καταμεσής το χέρι μου.
‘’Δεν είμαι στεναχωρημένη, Popuko.’’ γύρισε στην φίλη της αφού ολοκλήρωσε τον οχετένιο ψαλμό της, λίγο πριν εκείνη την χτυπήσει με βαριοπούλα. Η Popuko τοποθέτησε το εργαλείο κάτω και άρχισε να την πιέζει με το δάκτυλο.
‘’Κοίτα, κοίτα, Pipimi, o κρουπιέρης με έχει βάλει στο μάτι. Πρέπει να του αρέσω!’’
‘’Popuko, ο κρουπιέρης ψάχνει την τσέπη του. Πρέπει να είναι το λουλούδι που θα σου προσφέρει.’’
‘’Κοίτα, κοίτα, Pipimi, ο κρουπιέρης έβγαλε ένα ρεβόλβερ!’’
‘’Popuko, θα σου κάνει πρόταση γάμου με αυτό σαν βέρα.’’
‘’Κοίτα, κοίτα, Pipimi, ο κρουπιέρης όπλισε και μου το περνά σαν στεφάνι στο μέτωπο μου!’’
‘’Popuko, ήρθε η μεγάλη ώρα. Θα σε φυλήσει με αυτό. Και στα δικά μας οι ζωντανές.’’
Στο βάθος είδα τον Σεϊταρίδη ντυμένο για δουλειά να έρχεται βιαστικός στο μέρος μου. Ζύγωσε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε. Κάτι πως τον είχε πειράξει η βότκα αλλά τώρα ήταν καλά, και ότι το αφεντικό ήθελε κάποιον ως παιδί για τα θελήματα στην προσωπική του αίθουσα. Η απορία μου έπεσε στην γνωστή απάντηση πως μόνο εγώ δεν είχα βάρδια και ποιον να καλέσεις νυχτιάτικα. Και φυσικά ο Σεϊταρίδης είχε ακόμα τριάντα λεπτά στο ωράριο του και δεν μπορούσε.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, άφησα τα δύο μπάσταρδα στην ρουλέτα να βασανίσουν κάποιον άλλον.
--------------------------------------------------------
Η αϋπνία είχε αρχίσει να με πειράζει, οπότε σκέφτηκα να κατεβάσω ένα ποτήρι πριν με δει το αφεντικό. Προς έκπληξη μου το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια καινούργια γκαρσόνα που δεν είχα ξαναπετύχει. Σέρβιρε κινούμενη με πατίνια και αντί για την κυριλέ εμφάνιση των υπαλλήλων, το σώμα της κάλυπτε στενό ολόσωμο. Σαν μαγιό ένα πράγμα. Σκέτο τσίρκο. Γύρισε προς το μέρους μου και εστίασα στην κάρτα προσωπικού που έφερε στο στήθος της. Δέλλας, με το –ς να είναι σβησμένο με μαύρη μουτζούρα.
‘’Καλησπέρα, δεσποινίς Δέλ….. λα?!’’ είπα σαν πιτσιρικάς που δεν ξέρει πώς να ξεκινήσει συζήτηση με την συμμαθήτρια του.
Έβγαλε μια άχνα αμηχανίας, η οποία έγινε ρίγος στα γυαλικά του δίσκου, που με την σειρά τους έχασαν λίγο από το περιεχόμενο τους.
‘’Γεια σου και εσένα, εεε, Μπάρ…. μαν?!’’
‘’Θυμάμαι που σε είχα δει τις προάλλες. Συγγνώμη, αλλά στο πάρκινγκ δεν δουλεύεις εσύ?’’
‘’Όχι, σερβιτόρος μου είπε πως είναι!’’ αστραπιαία το χέρι της έκανε να μαζέψει τα λόγια του Αιόλου. Τα μελιά της μάτια χλώμιασαν.
‘’Που είναι ο άτιμος?’’ η στάση του σώματος μου φανέρωνε την έντονη δυσαρέσκεια μου.
‘’Αλήθεια σου λέω, να κοίτα, στον σταυρό που σου κάνω, ο παιδικός του φίλος και αφεντικό του τσίρκου που δουλεύω, ο εξαίρετος κύριος Καλόφωνος Έλδος, είναι στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα, και ο Δέλλας στέκεται δίπλα του στην κλίνη!’’ ξεστόμισε με μια ανάσα. Οι πνεύμονες της έπρεπε να είχαν ανέβει στο στόμα.
‘’Πάλι καλά που δεν είναι η γιαγιά του με έμφραγμα.’’ είπα με την ειρωνία ζωγραφισμένη στο ύφος μου.
‘’Με λες ψεύτρα! Εγώ που σου ορκίζομαι σε ό,τι θες! Στο τσίρκο Kaleido Stage’’ εκφώνησε με αμερικάνικη προφορά το όνομα για κάποιο λόγο ‘’δεν λέμε ψέματα! Η παρουσία μου εδώ αποτελεί απόδειξη εξάλλου.’’ είπε με περίσσεια έπαρση.
‘’Γιατί?’’
‘’Είμαι η Sora Naegino, ανερχόμενη σταρ σύμφωνα με το πνεύμα του τσίρκου! Αν έχεις δει την παράσταση μας στο νησί πρέπει να με γνωρίζεις. The Golden Phoenix.’’ πάλι η ίδια προφορά στον τίτλο ‘’Δεν σου λέει τίποτα το όνομα?’’
‘’Α, ναι, σας έχω δει. Εγώ προτιμώ την Λάιλα και τον Οσβάλντο. Λυπάμαι.’’ η απάντηση μου έσπασε κάτι μέσα της ‘’Και γιατί είσαι ντυμένη έτσι? Δεν έχεις στολή για το καζίνο?’’
‘’Δεν μου έκαναν τα ρούχα του Δέλλα.’’ είπε με κενό βλέμμα. Οι αφέλειες των μαλλιών της κάλυψαν το μέτωπο της όπως τα φύλλα του φθινοπώρου. Το χαμόγελο έδωσε την θέση του σε πικρό κατσούφιασμα. Ο δίσκος έπεσε από τα χέρια της και κούρνιασε σε μια γωνία στους κουλοχέρηδες.
Ο κόσμος που μέχρι εκείνη την στιγμή ζητούσε εκστασιασμένος να τον σερβίρει η κοπέλα, τώρα με κοιτούσε με μισό μάτι. Ο ανθρώπινος κλοιός έσφιγγε γύρω μου.
‘’Ξέρεις τι, ξέχνα ότι σου είπα.’’ έκατσα δίπλα της ‘’Το πνεύμα του καζίνου σε συμπαθεί. Είσαι η μόνη που πραγματικά δουλεύει εδώ μέσα. Δεν ξέρω για το τσίρκο, αλλά μπορεί το ριζικό σου να βρίσκεται στο καζίνο εντέλει!’’ έσφιξα την γροθιά μου σε στάση νίκης.
‘’Αλήθεια το λες?’’ σπίθα γεννήθηκε ξανά στις ίριδες της.
‘’Στον σταυρό που σου κάνω! Δεν βλέπεις τον κόσμο πόσο σε αγαπάει? Αυτό συμβαίνει επειδή βλέπει κάτι πάνω σου που εσύ δεν δίνεις σημασία. Και ξέρεις τι είναι αυτό?’’ έσφιξα την γροθιά μου με την δική της.
‘’Τι?’’ η απορία έλαμψε στα μάτια της.
‘’Ότι είσαι ευλογημένη με το Senjougahara χρώμα μαλλιών.’’
‘’Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό.’’
‘’Σημαίνει πως είσαι η πρωταγωνίστρια της ιστορίας σου. Soramonogatari. Τώρα σήκω πάνω και βάλε τα δυνατά σου για το καζίνο και όλους μας!’’
‘’Σε ευχαριστώ.’’ με αγκάλιασε και ο κόσμος χειροκρότησε. Ζήσαμε εμείς καλά και εσύ χειρότερα. Είμαι σίγουρος πως αυτό το πλασματάκι δεν θα μπορούσε να ήταν μπλεγμένη στην αισχρή δολοφονία του αφεντικού. Μην την υποπτεύεσαι καθόλου. Εμπιστεύσου με, τζογαδόρε.
--------------------------------------------------------
Κατέβηκα στο κάτω διάζωμα, όπου μετά από το μακρύ χολ έφτασα στην αίθουσα του αρχηγού. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, οπότε χτύπησα και πέρασα χωρίς να αναμένω στην είσοδο. Το αφεντικό με καλωσόρισε και αμέσως διέταξε να τους ετοιμάσω κοκτέιλ της αρεσκείας τους. Όταν άρχισα να αναμιγνύω ποτά θυμήθηκα πως με αυτά και με αυτά, δεν πρόλαβα να παραγγείλω κάτι για τον εαυτό μου από την Sora.
Το δωμάτιο ήταν το όνειρο κάθε παιδιού. Παιχνίδια, από επιτραπέζια τοποθετημένα σε στοίβες επάνω στα ράφια, μέχρι και μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκια έδιναν ψυχή στο υπόγειο μπουντρούμι πρακτικά. Οι τοίχοι ήταν επίσης προσεγμένοι, με στόχους για βελάκια, πίνακες σχολείου και χάρτες να τραβούν το μάτι σου ώστε να μην βαριέσαι. Μαζί με το τσίρκο έπρεπε να είχαν έρθει και οι Απόκριες, καθώς παρέα στον ισχυρό άντρα της επιχείρησης έκαναν δύο μασκαράδες. Η πρώτη, νεαρή γυναίκα με παραδοσιακό κιμονό της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, και ο δεύτερος ένας σούπερμαν με κυανό δέρμα και πράσινο μαλλί. Πέντε κουτσούβελα, ένα για κάθε κύκλο της Ολυμπιακής σημαίας, έτρεχαν πέρα δώθε, παίζοντας και γελώντας. Το Αμερικανάκι μου ζήτησε ούζο και εγώ τον ρώτησα αν είχε και στο χωριό του. Ο μπλε άντρας τον συμβούλεψε πως το αλκοόλ δεν κάνει για την ηλικία του και εκείνο υπάκουσε.
Οι ενήλικες είχαν στήσει μια παρτίδα σκάκι μεταξύ τους, με το αφεντικό να περιορίζεται σε ρόλο θεατή. Όταν τους σέρβιρα τα μάτια μου εστίασαν στην ανάπτυξη των παικτών, με το παιχνίδι να μοιάζει ισόπαλο, αν και η Γιαπωνέζα είχε επιθετικότερες βλέψεις.
‘’Σκέψου το, Captain Planet. Δέχεσαι την πρόταση μου και σκοτώνεις τον Naraku. Η μητέρα Γη ξεφορτώνεται ένα βάρος από πάνω της και εγώ βρίσκω την ελευθερία μου.’’ είπε η γυναίκα μόλις απείλησε τον αντίπαλο βασιλιά με το άλογο.
‘’Φαίνεται πως αυτός ο Naraku σου έχει κλέψει την καρδιά, Kagura.’’ έκανε τα παιδιά και τον αρχηγό να χαχανίσουν. Στην συνέχεια έβγαλε από τον κίνδυνο τον βασιλιά του.
‘’Πολύ αστείο Καπετάνιε.’’ ακούμπησε με το δάκτυλα της την μαύρη βασίλισσα ‘’Τώρα θα μου απαντήσεις σοβαρά, ή θα συνεχίσουμε να κοροϊδευόμαστε?’’
‘’Αυτή η βασίλισσα βιάζεται να βρει άλλον βασιλιά.’’ οι θεατές δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τους.
Το κατακόκκινα μάτια της δεν συμμερίστηκαν το αστείο της υπόθεσης. Η βασίλισσα μετακινήθηκε πίσω από το άλογο της, έτοιμη να αποκαλύψει ρουά. Ο κυματισμός της ανατολίτικης βεντάλιας κατεύνασε κάπως το ταμπεραμέντο της γυναίκας.
‘’Έχω την αίσθηση πως ο βασιλιάς μου κινδυνεύει να αποκαλυφθεί.’’ είπε με τρόπο ο περίεργος άντρας.
‘’Ρουά.’’ είπε κοφτά εκείνη. Ο βασιλιάς του Καπετάνιου είχε βαλθεί να διασχίσει όλη την σκακιέρα με τα πόδια.
‘’Ρουά. Ρουά. Ρουά. Ρουά Ματ.’’ κλείδωσε το παιχνίδι. Σε επτά κινήσεις είχε μετατρέψει ένα ισορροπημένο ματς σε πυροτεχνήματα για την ίδια. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιος παίζει για την νίκη και ο άλλος έχει το μυαλό του να πει αστεία.
‘’Εξαιρετική, νεαρή Kagura! Πρέπει να με ματ-ιάσες με τα πορφυρά σου μάτια.’’ γέλασε με την ψυχή του και κατέβασε μονορούφι το φυσικό χυμό λεμονιού που του είχα στύψει. Η δαιμόνια Kagura με κοίταξε απογοητευμένη.
‘’Κοίτα να δεις μικρή μου φίλη.’’ πήρε τον λόγο ο Captain Planet ‘’Δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτόν τον Naraku. Ρυπαίνει τον πλανήτη? Όχι! Πουλάει ναρκωτικά σε νέους και νέες? Όχι! Κάνει bullying σε χορτοφάγους? Όχι! Σκοτώνει φώκιες στην Ανταρκτική και τις πουλάει ως γούνες? Όχι! Κλείνει πάρκα και παιδικές χαρές ώστε να φτιάξει οικόπεδα και πολυκατοικίες? Όχι! Άρα δεν είναι στην αρμοδιότητα μου να τον αντιμετωπίσω.’’ είπε και έσφιξε τους μυς του σώματος του σε μια επίδειξη δύναμης και αρρενωπής ομορφιάς.
‘’Μα ευθύνεται για δεκάδες φόνους και για την μιζέρια που βιώνουν ακόμα περισσότεροι άνθρωποι. Αυτός ο διάολος πληγώνει καθημερινά παραπάνω ανθρώπινες ψυχές από τον πιο αιμοσταγή δικτάτορα στην ιστορία του κόσμου!’’ ύψωσε την φωνή της ‘’Θα γίνεις ήρωας στα μάτια εκατοντάδων χιλιάδων αν τον κατατροπώσεις.’’
‘’Τι να τον κάνω τον θαυμασμό χιλιάδων, νεαρή μου, όταν έχω την αγάπη τούτων των πέντε παιδιών!’’ με την κίνηση του χεριού του σταμάτησε την Kagura πριν συνεχίσει τον αντίλογο της ‘’Αυτές οι ψυχές δεν πέφτουν στην δική μου επιμέλεια. Είναι στο χέρι σου να τις σώσεις.’’ υψώθηκε με ένα σάλτο στον αέρα ‘’Όπως λέω πάντα, η δύναμη είναι δική σου!’’
Όλη η αίθουσα εκτός από εμένα και εκείνη χειροκρότησε τον ιπτάμενο καραγκιόζη. Έχεις νιώσει ποτέ στο πετσί σου αυτή την απότομη αλλαγή του καιρού, τζογαδόρε? Όταν ο αγέρας ραπίζει στιγμιαία το δέρμα σου, κάνοντας σε να κοιτάξεις τα νευριασμένα σύννεφα του ουρανού. Ο άντρας που με την βούληση του πετούσε ελεύθερος στους αιθέρες, τώρα πάλευε να μείνει όρθιος. Ο αέρας που αιωρούνταν τριγύρω μας είχε αποκτήσει μανία και προσπαθούσε να σκίσει την σάρκα του Καπετάνιου.
‘’Φαίνεται πως φυσάει κόντρα στον ενεργό πολίτη.’’ είπε και τα λευκά του δόντια έλαμψαν στιγμιαία, πριν ο τυφώνας που μάτι του ήταν η νεαρή μάγισσα μας πετάξει όλους στην οροφή της αίθουσας με γδούπο.
Ευτυχώς λίγες ώρες πριν πεθάνει, το αφεντικό κατάφερε να πείσει την Kagura να μην μας καθαρίσει όλους. Τι ακριβώς της είπε δεν θυμάμαι. Δεν ενδιαφέρουν κανέναν τα λόγια ενός μελλοθάνατου που ο μόνος ρόλος του στην ιστορία είναι να αποτελεί κινητό plot device. Σιγά μην αφιερώσω γραμμές στο μποτάκι.
Καταφέραμε λοιπόν, να ηρεμήσουν τα πνεύματα και κινήσαμε για το κυρίως καζίνο. Τα νιάνιαρα παρέμειναν στην αίθουσα να κοιμηθούν γιατί ήταν αργά και ο ύπνος είναι απαραίτητο στοιχείο της ανάπτυξης, σωματικής και ψυχικής, σύμφωνα με τον μπλε άντρα.
--------------------------------------------------------
Θα έχεις καταλάβει πως η βάρδια μου δεν τελείωσε ποτέ. Το αφεντικό με συμπάθησε και ευγενικά διέταξε να γίνω κρουπιέρης στο τραπέζι όπου θα έπαιζε πόκερ για το υπόλοιπο βράδυ. Ζήτησα άδεια για τουαλέτα, ένα ψέμα ώστε να μπορέσω να φάω κάτι και να πλύνω ξανά τα μούτρα μου. Αφού πήρα μερικές ανάσες, βιάστηκα να φτάσω στο νέο μου καθήκον.
‘’Αγόρι, μου δίνεις ένα χέρι εδώ?’’ ένα κόκκινο κεφάλι σηκώθηκε στον αέρα ανάμεσα στους κουλοχέρηδες. Μία νεαρή στο πνεύμα του καλοκαιριού, ντυμένη σαν να ήρθε μόλις από παραλία είχε βυθιστεί σε ένα πέλαγος από χρυσά νομίσματα.
‘’Πως μπορώ να βοηθήσω.’’ την κοίταξα στα μάτια.
‘’Όσες φορές και αν τραβάω τον μοχλό, το μηχάνημα δεν ανταποκρίνεται.’’ είπε και έφερε σε πλήρη ημικύκλιο τον λεβιέ. Η μία μετά την άλλη, οι τρεις στήλες σταμάτησαν στο τζακ ποτ. Το πέλαγος έγινε θάλασσα.
‘’Απίστευτο.’’ μονολόγησα. Σε μια χούφτα μάζεψα τα χρυσά νομίσματα, μήπως επρόκειτο για κάποια φάρσα. Ήταν όλα τους, ανεξαιρέτως αληθινά.
‘’Απίστευτο δεν λες τίποτα. Το τραβάω κάμποση ώρα και το μόνο που κάνει είναι να ξερνάει αυτά τα καπάκια. Πότε θα βγει το mech?’’ είπε και κλότσησε το μηχάνημα.
‘’Συγγνώμη, δεν σας καταλαβαίνω.’’
‘’Ρωτάω πότε θα μεταμορφωθεί σε ρομπότ?’’ ξαναχτύπησε με μεγαλύτερη ορμή τον κουλοχέρη. Τώρα τα μάτια της επιτάσσαν την προσοχή πάνω τους.
‘’Πρέπει να σας είπαν ψέματα. Που το ακούσατε αυτό?’’ έκαμψα την μέση μου πίσω από την μηχανή. Ανάθεμα αν καταλάβαινα αν έχει κάνα πρόβλημα. Γύρισα τον μοχλό. Τζακ ποτ, κερασάκι, εφταράκι. Όλα τους διαφορετικά. Η τύχη δεν αλλάζει.
‘’Κοίτα να δεις. Έχει και άλλες στήλες!’’ είπε και έλαμψε ‘’Δύο άσχημα κοριτσάκια μου είπαν πως το ρομπότ που ψάχνω είναι σε αυτό το μαραφέτι.’’ γύρισε σε μένα καθώς τα χέρια της έπλαθαν την μορφή τους στον αέρα.
Το μυαλό μου άρχισε να κάνει οδυνηρούς συνειρμούς. Τις είχα ικανές να κοροϊδεύουν κόσμο αλλά και αυτή η κοπέλα πως το έχαψε έτσι εύκολα αμάσητο.
‘’Δυστυχώς αυτό που σας είπαν δεν ισχύει. Σας εξαπάτησαν.’’
‘’Άκου εδώ χλεχλέ.’’ με άρπαξε από τον γιακά ‘’Ήρθα να βρω το mech και δεν φεύγω χωρίς αυτό.’’ με άφησε να φύγω. Κοίταξα τριγύρω μήπως έβλεπα κάποιον άνθρωπο της ασφάλειας. Η γυναίκα άρχισε να τραβάει συνέχεια τον μοχλό, με τα κέρματα να μην σταματούν να έρχονται. Αν δεν έσπαγε το μεταλλικό μακρινάρι, μέχρι αύριο θα είχε φαλιρίσει η επιχείρηση.
‘’Που να σε πάρει η λεπτόσπειρα.’’ μέσα από τον κότσο της έβγαλε ένα μάγκνουμ και άρχισε να γκαζώνει το δύσμοιρο μέταλλο. Όταν τελείωσαν οι σφαίρες, συνέχισε τα χτυπήματα με τον αποκολλημένο λεβιέ. Στο μένος της μέσα, κάρφωσε το μηχάνημα στην οπή που τοποθετείτε φυσιολογικά ο τζόγος. Ο κουλοχέρης άρχισε να μεταμορφώνεται. Ανθρώπινη ανατομία άρχισε να σχηματίζεται. Δύο μεγάλα άσπρα μάτια σαν φανάρια μας κοίταξαν.
Δεν αστειεύομαι. Υπήρχε ένα πλάσμα ντυμένο από την κορυφή έως τα νύχια με μέταλλο. Ένας τενεκεδένιος άνθρωπος της Michelin. Είχα μείνει άναυδος.
‘’Το δικό μου mech!’’ τσίριξε η κοπέλα και αγκάλιασε το γκρίζο ανδροειδές ‘’Σε βρήκα κόντρα σε κάθε αντιξοότητα και ψεύτες!’’ με κοίταξε υποτιμητικά.
‘’Το όνομα μου είναι Isaac, όχι Μεκ.’’ είπε εκείνο με ψυχρή ρομποτική φωνή. Όλα σε έπειθαν πως επρόκειτο για τεχνιτή νοημοσύνη. Είτε ο τύπος είχε κάνει εξαιρετική δουλειά στην αμφίεση, είτε ζούσαμε στην εποχή των θαυμάτων.
‘’Ποιος στον διάολο είσαι εσύ πάλι?’’ αναφώνησα έκπληκτος ‘’Γιατί ήσουν κρυμμένος εκεί μέσα?’’
‘’Το βρήκα φυσικό καμουφλάζ, το οποίο θα μου επέτρεπε να ολοκληρώσω την ερεύνα μου με επιτυχία.’’ είπε όσο η κοπελίτσα τον εξέταζε λεπτομερώς.
‘’Χρειάζεται να ρωτήσω τι περιλαμβάνει αυτή η έρευνα?’’ πίεσα με τα δάκτυλα μου τους στυφούς οφθαλμούς μου. Με αυτά που έβλεπαν είχαν τσουρουφλιστεί.
‘’Κατατάσσω σε λίστες τα ζώα του σύμπαντος σύμφωνα με τις αδυναμίες και τα πάθη τους.’’ είπε σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
‘’Και πως θα μελετήσεις τα ζώα μέσα στο καζίνο ρε τενεκεδάκο?’’
‘’Μην αποκαλείς έτσι το mech μου! Θα τον ονομάσω Gurren Isaan.’’ είπε η κοπέλα και συνέχισε να μετρά αναλογίες.
‘’Γιατί όχι? Εγώ μόνο ζώα βλέπω.’’ μου πήρε ώρα να αντιληφθώ ότι εννοούσε το ανθρώπινο είδος. Για αυτό και τα πάθη φαντάζομαι. Στο μεταξύ, το δίδυμο είχε την δική του συζήτηση.
‘’Θα σας παρακαλούσα να μείνετε μακριά από χαρακτηρισμούς. Το όνομα μου είναι Isaac και μου δόθηκε στον πλανήτη Kaylon την ώρα της κατασκευής μου.’’ είπε με τον ίδιο τόνο φωνής στην κοπέλα.
‘’Τι είναι αυτά που λες. Είσαι ο Gurren Isaan, το ρομπότ που θα μας οδηγήσει σε μια ατέλειωτη σπείρα μεγαλείου, και εγώ είμαι η πιλότος σου η Yoko.’’ άπλωσε το χέρι της ‘’Χάρηκα για την γνωριμία.’’
‘’Α, ναι, η χειραψία είναι μέθοδος κοινωνικής αναγνώρισης στις υπολειπόμενες κοινωνίες.’’ αναφώνησε με μικρή καθυστέρηση ο δήθεν εξωγήινος ‘’Ωστόσο, θυμάμαι να διαβάζω πως ο πυροβολισμός και η απόπειρα φόνου αποτελούν έγκυρους λόγους άρνησης της.’’
‘’Εσύ μιλάς κιόλας! Πρέπει να είσαι πολύ ξεχωριστός.’’ τον αγκάλιασε με στοργή.
‘’Για το είδος σας ναι. Γενικότερα, δεν θα το έλεγα.’’
‘’Ελά μωρέ, περασμένα ξεχασμένα. Έτσι είμαι εγώ με αυτούς που αγαπάω.’’ άρχισε να τον πειράζει περιπαικτικά παρά την εμφανή αδιαφορία του.
‘’Είναι γεγονός πως πολλά μέλη του ζωικού βασιλείου δείχνουν την συμπάθεια τους μέσω βίας.’’ είπε και έμεινε στάσιμος. Όχι πιο ζωντανός από μανεκέν σε εκθέμα ‘’Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπως αυτή της μαύρης χείρας, η οποία δολοφονεί τους συντρόφους της όταν ικανοποιηθεί. Λυπάμαι, πρέπει να απορρίψω την πρόταση σας.’’ η φωνή του ξανάδωσε ψυχή στην άδεια πανοπλία.
Όσο τους άκουγα πίσω από την αϋπνία μου, μια θαυμάσια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Αυτή τη στιγμή η προκλητική κοκκινομάλλα είχε χρεώσει το καζίνο χρήματα και υλικό. Σαν να μην έφτανε αυτό, φαινόταν να έχει μαζί της μαχητικό εξοπλισμό και έναν τρελάρα που δεν ήξερα το πόσο επικίνδυνος ήταν. Ο οποίος όμως, μελετούσε μεταξύ άλλων τον τζόγο, έναν από τα αρχαιότερα πάθη του ανθρώπου. Υπήρχε μία μόνο χρυσή τομή σε όλες αυτές τις άτμητες κλωστές. Να παίξουν και να ξοδέψουν.
‘’Ξέρεις κάτι Ιsaac, ενδιαφέρομαι να σε βοηθήσω.’’ χώθηκα στην συζήτηση τους.
‘’Θα γίνεις το πειραματόζωο μου?’’
Αρνήθηκα να αντιδράσω σαν τα θηρία που ανέφερε πριν ‘’Όχι, αλλά ξέρω ένα συγκεκριμένο μέρος στο μαγαζί, βουτηγμένο μέχρι το μεδούλι στα πάθη.’’ είπα και ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα κίνηση έκπληξης από το ρομπότ. Η Yoko ανησύχησε με το που το πήγαινα.
‘’Πείτε μου.’’
‘’Υπάρχει ένα τραπέζι πόκερ εδώ παραδίπλα, με δεκάδες εκθέματα προς μελέτη. Μπορείς να καθίσεις εκεί δήθεν πως θα παίξεις, ενώ στην πραγματικότητα ολοκληρώνεις το έργο σου.’’ του είπα όσο πιο πειστικά μπορούσα να χειριστώ τον λόγο.
‘’Δέχομαι.’’ αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο ο Isaac. Από τον τρόπο που μιλούσε δεν έβγαζες άκρη με τον χαρακτηρισμό της προσωπικότητας του. Ο RoboCop πιο πολύ συναίσθημα είχε.
‘’Όχι, δεν πρόκειται.’’ παρενέβη θυμωμένη η Yoko ‘’Η αποστολή ολοκληρώθηκε. Ώρα να του δίνουμε από δω.’’
‘’Η πρόταση αφορά και εσάς δεσποινίς.’’ αγνάντεψα με το πιο πλατύ χαμόγελο τα μάτια της ‘’Αυτά τα καπάκια που σκορπούσατε τόση ώρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αγοράσετε εξοπλισμό που μπορεί να σας χρειαστεί, όπως το θαυμάσιο οπλάκι που χρησιμοποιήσατε πριν.’’
‘’Αλήθεια?’’ με κοίταξε καχύποπτα.
‘’Στον σταυρό που σου κάνω. Μόνο που αυτά δεν επαρκούν για σοβαρή ενίσχυση. Ελάτε στο τραπέζι να ποντάρετε και είμαι βέβαιος πως θα δεκαπλασιάσετε τα κέρδη σας.’’ άνοιξα την παλάμη μου σε στάση πρόσκλησης.
‘’Αφού το θέτεις έτσι. Μπορεί να έχουμε λίγο χρόνο. Θα χρειαζόμασταν κάποια εξαρτήματα είναι αλήθεια.’’ έσφιξε το χέρι μου και μαζέψαμε σε κάμποσες σακούλες το ρευστό. Εγώ κράτησα πέντε, εκείνη τρεις και το ρομπότ το ημερολογίο που έγραφε. Τα μετατρέψαμε σε μάρκες και κινήσαμε για το μεγάλο γεγονός.
--------------------------------------------------------
Με καθυστέρηση φτάσαμε στο τραπέζι του αρχηγού. Το απάρτιζαν η δαιμόνια μάγισσα και ο Καπετάνιος, με το αφεντικό να έχει επιλέξει την καρέκλα στη κορυφή του τραπεζιού δίπλα τους, ο μαυροφορεμένος άντρας και η Ολλανδέζα από πριν, τα δύο ανήλικα πυροβολημένα, η κοπελιά από το τσίρκο που τώρα καθόταν ως πελάτης φαντάζομαι, ένας Ασιάτης φοιτητής και μια μοντέρνα τύπισσα που αποτελούσε τον big stack bully του παιχνιδιού. Όλοι με εξαίρεση τους δύο τελευταίους είχαν πάει πάσο. Ήταν η σειρά του νεαρού να μιλήσει.
Περίμενα όρθιος να τελειώσει αυτή η παρτίδα, ώστε να αντικαταστήσω το παιδί που δούλευε κρουπιέρης μέχρι τότε.
‘’Το ανθρώπινο είδος αργεί πάντοτε τόσο στις αποφάσεις του?’’ είπε με ψυχρή ρομποτική φωνή ο Isaac. Τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του.
‘’Ποιό είναι το autobot?’’ πετάχτηκε η Popuko αλλά ευτυχώς κανείς δεν της έδωσε σημασία.
‘’Προσπαθεί να ψυχολογήσει την παρτίδα και τον τρόπο που έχω παίξει σε αυτήν.’’ είπε η άγνωστη κοπέλα με τα ακουστικά στον αυχένα. Η φωνή της έκπεμπε μια σπάνια ζεστασιά που δεν συναντάς συχνά σε ανθρώπους την νύκτας. Σου θύμιζε πως υπάρχει καλό σε αυτή την ζωή.
‘’Είναι μέρος του πόκερ.’’ του χαμογέλασε.
Γιατί κανένας άλλος εκτός από το κίτρινο μπάσταρδο δεν έδινε προσοχή στον Isaac αναρωτήθηκα. Πήγα πάνω από τον Ασιάτη και έκανα να δω το φύλλο του. Φουλ της κατάθλιψης με μιζέρια. Το ότι δεν έδωσε σημασία στην περιέργεια μου φανέρωνε πως έπαιζε για την εμπειρία. Ο μόνος φυσιολογικός ανάμεσα στους τρελούς, αν και πολύ κατσούφης για την περίσταση. Σου περνούσε την αίσθηση πως είχε ξεχάσει να χαίρεται. Επέβαινε σε ένα εκτροχιασμένο τρένο με βέβαιη κατεύθυνση τον θάνατο και δεν του δινόταν ευκαιρία να μιλήσει, να εκφράσει όλα εκείνα που ήθελε.
Ο φοιτητής ξεφύσηξε απογοητευμένος, κοίταξε τον κρουπιέρη και τα πέταξε τα φύλλα προς το μέρος του ‘’Πάσο στην παρτίδα. Πάσο στο πόκερ. Πάσο στην ζωή.’’ είπε με έντονη απογοήτευση στην φωνή του.
Άλλαξα θέση με το παιδί, ενώ η Yoko με τον Isaac μπήκαν να παίξουν. Η κοκκινομάλλα πλέον είχε με διαφορά τις περισσότερες μάρκες.
‘’Πολύ δράμα για έναν αγώνα πόκερ.’’ σχολίασε χαμογελαστή η άγνωστη κοπέλα. Όταν συστήθηκε αργότερα έμαθα πως το όνομα της ήταν Sharyu και ήταν επαγγελματίας μαχήτρια πολεμικών τεχνών. Αυτό κράτα το για την συνέχεια.
‘’Ήμουν κάπως υπερβολικός.’’ έξυσε το κεφάλι του αμήχανα ο νέος ‘’Μην παίρνετε τις μετρητοίς τα λόγια μου.’’.
Νομίζω το όνομα του ήταν Takao, ή κάτι παρόμοιο Ιαπωνικό. Ήσυχο αν και ταλαιπωρημένο πνεύμα.
‘’Δεν υπάρχει λόγος να εκμηδενίζουμε τόσο εύκολα την ζωή, ούτε τον εαυτό μας.’’ είπε εκείνη στο ίδιο πνεύμα ‘’Συνέχισε την προσπάθεια. Δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου χαμογελάσει η τύχη.’’
Ένα αμβλυχρό χαμόγελο ξέφυγε από τον Takao και αποφάσισε να συνεχίσει μαζί μας εντέλει.
Μαζί με αυτόν και το αφεντικό οι παίκτες του τραπεζιού ήταν δώδεκα. Στην δωδέκατη ώρα δέσποζε ο μελλοθάνατος αρχηγός, σαν τους φυλακισμένους του πολέμου που περιμένουν να εκτελεστούν στον τοίχο της ντροπής.
Δίπλα του η αγέρωχη Kagura, που με τα πορφυρά της μάτια έψαχνε να ανακαλύψει κάθε μυστικό της ψυχής σου.
Αριστερά ο Captain Planet, όλο πόζα, με κάθε αφορμή συμβούλευε τα ατίθασα νιάτα.
Ύστερα η χλιδάτη Ολλανδέζα, Francesca Victoria, η οποία έδινε αέρα νουά στο τραπέζι μας.
Το μαύρο κοράκι, Louvre, ή Rubel για τους πολύ φαν, είχε μαζέψει κάμποσες μάρκες για κάποιον που δεν ξέρει από τυχερά παιχνίδια.
Κανείς δεν είχε ασχοληθεί με τα ανήλικα κοριτσάκια, Pipimi και Popuko, που αποτελούσαν μόνιμο οχετό ευφυολογιών και σκανδαλιών.
Ρόλο πελάτη είχε πάρει τώρα η πολυτάλαντη Sora, η οποία είχε αποφασίσει να ξοδέψει το χαρτζιλίκι του καζίνο στο καζίνο, σαν σωστή εργαζόμενη.
Ο Takao δίπλα της είχε σηκώσει ψηλά τα μανίκια, έτοιμος να γίνει το κέφι της παρέας.
Ακολουθούσε η Sharyu, η οποία έπαιζε με το κασκόλ της, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας το από τους καρπούς της.
Η Yoko μοίραζε τις μάρκες της σε ελικοειδείς στοίβες και τις κοιτούσε αποσβολωμένη.
Στο τέλος των παικτών, ο βιονικός Isaac αποτελούσε το σκιάχτρο που έδιωχνε την θεά της κακοτυχίας από πάνω μας.
Αντιδιαμετρικά στον μελλοθάνατο, εγώ, ο διάδοχος.
Your Narrator, Host and GM
The Barman
‘’Θα παίξουμε Palermo holdem poker. Γνωρίζετε τους κανόνες.’’
‘’Καλή σας τύχη. Αρχίζω το μοίρασμα.
--------------------------------------------------------
Πρωταγωνιστούν:
Παίκτες:
1. Babba- Captain Planet (Captain Planet and the Planeteers)
1.5. Aeron- Sora Naegino (Kaleido Star)
1.8. Mono- Yoko Rittona (Tengen Toppa Gurren Lagann)
4. Osama- Francesca Victoria (Franka)
5. Angel.tze- Popuko (Pop Team Epic)
6. Odymonaxos- Louvre/Rubel (Claymore)
7. Super Sayan Girl- Kagura (Inuyasha)
8. Kamen Tantei Zura- Sharyu (Juuni Taisen)
9. Kai- Isaac (The Orville)
10. GhostPrince- Pipimi (Pop Team Epic)
11. Kamui- Ο μύθος, ο θρύλος, Takao Kasuga (Aku no Hana)
NPC:
1. Ο Μπάρμαν/Αρχιμαφιόζος
2. Ο Τζογαδόρος
3. Εθνική Ελλάδος 2004
--------------------------------------------------------
(Αρχίζει η RP ημέρα, η οποία θα κρατήσει έως την Δευτέρα 10 μ.μ.)
Edited by TheGunsmasha, 26 March 2018 - 08:38.