Κανόνες
Καιρό-καιρό πριν, σε έναν μακρινό Γαλαξία, ζούσαν δεκατέσσερις ανύποπτοι ήρωες, ο καθένας με τις δικές του ασχολίες και τις δικές τους ανησυχίες, άγνωστοι μεταξύ τους, ίσως και κάπως αταίριαστοι, κάποιοι με σαφώς πιο περιπετειώδεις ζωές από τους υπόλοιπους, πρωταγωνιστές ο καθένας στη δική του ιστορία, εκπλήρωναν άλλοι ευλαβικά και άλλοι όχι τους ρόλους τους και έβλεπαν τη ζωή τους να κυλάει χρόνο με το χρόνο. Θα έλεγε κανείς ότι αυτοί οι ήρωες δεν είχαν τίποτα μα τίποτα κοινό μεταξύ τους, όμως το σύμπαν διαφωνούσε και σε ένα άδοξο παιχνίδι της μοίρας, την ίδια στιγμή, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν, τους ένωσε ένα παντοδύναμο συναίσθημα. Αυτό της απόλυτης βαρεμάρας, όταν η αίσθηση της απύθμενης ανιαρότητας της επαναλαμβανόμενης ρουτίνας της καθημερινότητά τους χτύπησε, όλοι ευχήθηκαν να βρισκόταν κάπου αλλού, όπου θα ξέφευγαν από τα γνωστά, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους. Χρειάστηκε μόνο ένα βλεφάρισμα και οι δώδεκα αυτοί άνθρωποι βρέθηκαν όπως το είχαν ευχηθεί κάπου αλλού, μόνοι τους, μέσα στο σκοτάδι με μόνο φως το φεγγάρι και τα αστέρια, σε ένα άγνωστο για εκείνους μέρος όπου δέσποζε έντονη βλάστηση… Μόνο που οι ευχές δεν είναι πάντα καλό να βγαίνουν αληθινές.
Ήταν ακόμα άγνωστοι μεταξύ τους όμως όλοι ήξεραν προς τα πού έπρεπε να στραφούν σαν μόνη τους διέξοδο, όσο ύποπτο κι αν φαινόταν το μόνο μέρος όπου θεώρησαν πως θα έβρισκαν ορισμένες απαντήσεις. Απέναντί τους, στο βάθος, υψωνόταν ένα επιβλητικό κάστρο, περιτριγυρισμένο από διάφορες, εγκαταλελειμμένες, όπως φαινόταν, ατραξιόν, καθώς ο μόνος λόγος που ξεχώριζαν έντονα μέσα στη νύχτα ήταν μία παλιά, φωτεινή επιγραφή που φώτιζε διακεκομμένα το μέρος, λες και άφηνε τις τελευταίες της αναπνοές.
Πρώτος και με αρκετή διαφορά από τους άλλους, έφτασε ένας καταϊδρωμένος νεαρός. Η πρόωρη άφιξη του δεν είχε να κάνει ούτε στο ελάχιστο με κάποιο εξαιρετικό δείγμα ανδρείας και τόλμης, το μόνο που ήλπιζε ήταν να βρει κάποιο άλλο μέλος της ομάδας του, θρέφοντας την αυταπάτη και προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του λέγοντας ότι όλα αυτά πρέπει να ήταν μια κακόγουστη δοκιμασία θάρρους στην οποία δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς μπλέχτηκε. Κάπως φοβισμένος και φωνάζοντας διαρκώς τα ονόματα των φίλων του, διέσχισε την απόσταση τρέχοντας και σταμάτησε λαχανιασμένος και αγχωμένος μόνο όταν έφτασε μπροστά από την πύλη του μυστηριώδους κάστρου.
Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε την επιγραφή που κοσμούσε την τεράστια πύλη, σχεδιασμένη για να δέχεται εκατοντάδες επισκέπτες ταυτόχρονα. “Dogra World;”, μονολόγησε και άρχισε να αμφισβητεί τις γνώσεις του στα αγγλικά, καθότι δεν μπορούσε να ανακαλέσει, όσο κι αν προσπαθούσε, τι σήμαινε η λέξη Dogra. Σημειώνοντας ότι μάλλον θα έπρεπε να συμβουλευτεί το λεξικό όταν θα επέστρεφε σπίτι και καταπολεμώντας την αβεβαιότητα του για το αν όντως θα έπρεπε να επισκεφτεί ή όχι εκείνο το μέρος, έκανε μερικά δισταχτικά βήματα προς την πύλη όταν μία περίεργη λάμψη στο στέρνο του τον έκανε να αναπηδήσει και τελικά να σωριαστεί στο έδαφος ουρλιάζοντας. Προς μεγάλη του έκπληξη, ανακάλυψε ότι η σύντομη λάμψη προερχόταν από ένα κρεμαστό το οποίο δεν του ανήκε αλλά με κάποιον τρόπο βρέθηκε επάνω του. Ήταν ένα χρυσό μενταγιόν το οποίο το κοσμούσε μία ολοστρόγγυλη ερυθρή πέτρα.
“Τι-Τι είναι αυτό τώρα;” ρώτησε καθώς το περιεργαζόταν.
“Υποθέτω ο μόνος τρόπος να βρούμε απαντήσεις στις ερωτήσεις μας είναι να επισκεφτούμε αυτό το μέρος.”
Ο νεαρός αναπήδησε στο άκουσμα της άγνωστης αυτής φωνής. Δάγκωσε σχεδόν τα χείλη του για να μην ουρλιάξει “φάντασμα” από τον φόβο, θα ορκιζόταν ότι δεν είχε ακούσει βήματα πίσω του αλλά βλέποντας τον ξανθό, καλοντυμένο νεαρό απέναντί του να του χαμογελά το απέδωσε στον φόβο του και σχεδόν ντράπηκε που ο ίδιος φορούσε ακόμα τη στολή της προπόνησής του. Ανταπέδωσε ντροπαλά το χαμόγελο που του χάρισε ο άγνωστος και κοίταξε αγχωμένα ολόγυρά του, ενώ ήταν ακόμα στο έδαφος, προσπαθώντας να βρει τις λέξεις και αποφεύγοντας το βλέμμα του.
Ο δεύτερος άνδρας σε αντίθεση με τον νεαρό, βρέθηκε σε σχετικά κοντινή απόσταση συγκριτικά με τους υπόλοιπους προς το κάστρο. Δεν του πήρε πολύ ώρα να ανακαλύψει το διαφανές κρεμαστό με ακανόνιστο σχήμα που του αντιστοιχούσε, καθώς η πρώτη του κίνηση αφού άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε το κάστρο απέναντί του, ήταν να τινάξει το πανάκριβο κουστούμι του. Αποφασίζοντας ότι οι λεπτομέρειες θα έπρεπε να περιμένουν προχώρησε αποφασιστικά και κάπως ανέμελα προς τα προφανή. Η πρώτη έκπληξη, που ωστόσο δεν μπόρεσε να σβήσει το μόνιμο χαμόγελο από τα χείλη του, δεν ήταν τόσο η σύντομη λάμψη του φυλαχτού του όταν διέσχισε την πύλη όσο η παρουσία κάποιου άλλου μπροστά από την πύλη του μέρους. Η δεύτερη ήταν το κρεμαστό που εντόπισε σχεδόν αμέσως επάνω στον αδύναμο έφηβο, ο οποίος την ίδια στιγμή έτριβε τα χείλη του προσπαθώντας να καταλάβει αν οι μικρές λάμψεις που έβλεπε γύρω από τον άγνωστο οφείλονταν στην πτώση του. Σημειώνοντας στο μυαλό του ότι ήταν σίγουρα κάτι που θα έπρεπε να εξετάσει στη συνέχεια, υιοθέτησε το πιο επαγγελματικό του ύφος, έδειξε το δικό του κρεμαστό στον νέο που το κοίταξε με απορία και έπειτα και άπλωσε το χέρι του προς εκείνον.
“Pariston Hill”, συστήθηκε.
“Tsu-Tsuku-TsuKUSHI Tsukamoto!” συστήθηκε ο νεαρός και πήδηξε σχεδόν σαν ρομπότ όρθιος στα πόδια του κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση, καταλήγοντας να τσουγκρίσει το κεφάλι του με το απλωμένο χέρι του Pariston. «Α… Χάρηκα», είπε συνειδητοποιώντας την αγένεια του προς τον ξένο και έπιασε το χέρι του Pariston και με τα δυο του χέρια σφίγγοντας τα έντονα και κουνώντας τα με θέρμη, σφίγγοντας τα χείλη του από ντροπή που χαιρέτησε κάποιον ξένο με τον ιαπωνικό τρόπο.
“Χάρηκα κι εγώ πολύ για τη γνωριμία, Tsukushi”, ανταπέδωσε ο Pariston με επιτηδευμένο ενθουσιασμό. “Μιας και δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτό το μέρος ακόμα, θα χαιρόμουν να βοηθήσω σε οτιδήποτε χρειαστείς!”
Το τρίτο άτομο που βρέθηκε μπροστά από την πύλη ξεπήδησε μέσα από τους θάμνους ουρλιάζοντας σχεδόν ακατάληπτα κάτι για τις τεράστιες γνώσεις στις πολεμικές τέχνες παρότι ήταν ένας επιστήμονας. Αρκετά λεπτά νωρίτερα είχε βρεθεί ολομόναχος μέσα στο δάσος με την αμέσως προηγούμενη του ανάμνηση του να είναι ένα σύννεφο καπνού μετά την δοκιμή του τελευταίου, σπουδαίου πειράματος του. Έτσι, όταν αντίκρισε την έντονη βλάστηση γύρω του καθώς και το δυσοίωνο κάστρο στο βάθος, δεν χρειάστηκαν πάνω από μερικά δευτερόλεπτα για να υποθέσει ότι είχε ανακαλύψει την πύλη για κάποια παράλληλη διάσταση ή την απόλυτη χρονομηχανή, παρόλο που δεν είχε ιδέα τι από τα δύο μπορεί να είχε τελικά ανακαλύψει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε ανάγκη από τα κατάλληλα υλικά αν ήθελε να επιστρέψει σπίτι.
Σχεδόν μεθυσμένος από την υποτιθέμενη επιτυχία, άνοιξε θριαμβευτικά τα χέρια του και ξέσπασε σε ένα, μανιακό σχεδόν, γέλιο. “ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ! Ποιος θα το έλεγε”, φώναξε με όλη του της δύναμη και η φωνή του αντήχησε στο μέρος. “Eγώ ο Hououin Kyoma, είναι ο εφευρέτης της απόλ-“
Δεν πρόλαβε να τελειώσει ποτέ την πρόταση του καθώς ένα σμήνος ενοχλημένων νυχτερίδων δεν άργησε να του επιτεθεί προκαλώντας της κραυγές του επιστήμονα που δεν βρήκε άλλη λύση παρά να εξαπολύει διάφορες φραστικές απειλές ακόμη και όταν τα νυχτόβια θηλαστικά σταμάτησαν να τον ακολουθούν. Σωριάστηκε στο έδαφος, αφού έφτασε στην πύλη πισωπατώντας και σούφρωσε τα φρύδια του προσπαθώντας να διαβάσει ανάποδα τι έγραφε η επιγραφή όταν ένα άλλο φως ξεπήδησε από το στέρνο του. Έπιασε το μαύρο κρεμαστό σε σχήμα γραναζιού που ανακάλυψε να κρέμεται από επάνω του και γύρισε μπρούμυτα για να το επεξεργαστεί καλύτερα. Ένα ήταν σίγουρο, δε θυμόταν να είχε αγοράσει ποτέ κάτι τέτοιο. Κοίταξε τρομαγμένα γύρω του, καταλήγοντας ότι η παρουσία του φυλαχτού και ο τρόπος που κατέληξε εκεί ήταν χωρίς αμφιβολία το επακόλουθο κάποιας συνωμοσίας απέναντί του και σηκώθηκε γρήγορα κοιτώντας καχύποπτα γύρω του, σηκώνοντας τα χέρια του σε στάση καράτε καθώς προχωρούσε προς το κάστρο.
Το πέμπτο άτομο που έφτασε μπροστά από την πύλη δέχτηκε την κατάσταση πολύ σίγουρα πολύ πιο ψύχραιμα και πολύ πιο στωικά από ό,τι ο νεαρός επιστήμονας. Ο Μελαχρινός άνδρας, αφού έριξε μία ματιά ολόγυρά του αναστέναξε βαθιά, σίγουρα όταν ευχόταν για ένα διάλειμμα από τη γνωστή καθημερινότητά του δεν είχε κάτι τέτοιο μέσα στο μυαλό του. Παρατήρησε σχεδόν αμέσως το φυλαχτό του αφού οτιδήποτε παραπανίσιο επάνω του πάντα τον ενοχλούσε, άγγιξε τη στρογγυλή, γυαλιστερή, μαύρη πέτρα που κρεμόταν από τον λαιμό του περασμένη σε ένα χοντρό, μαύρο σχοινί και το τράβηξε κόβοντάς το, χτυπώντας τα δόντια του ενοχλημένος με τη γλώσσα του. Το γεγονός ότι βρήκε κάτι που δεν του ανήκει επάνω του μόνο μπελάδες μπορεί να προμήνυε. Έβαλε το κρεμαστό μέσα στην τσέπη του και προχώρησε νωχελικά προς το κάστρο, δεν βιαζόταν σε καμία περίπτωση να μπλεχτεί στο οτιδήποτε παρόλο που είχε την αίσθηση ότι δεν θα μπορούσε να το αποφύγει κι έτσι επέλεξε να ακολουθήσει το μονοπάτι που οδηγούσε προς το κάστρο όσο πιο αργά γινόταν, αναστενάζοντας συχνά-πυκνά κατά τη διαδρομή.
Πλησιάζοντας στην είσοδο, τα μάτια του κύλησαν προς την ταλαιπωρημένη από τον καιρό φωτεινή επιγραφή που με τα βίας στεκόταν ακόμη όρθια, παλεύοντας να φωτίσει την είσοδο. Κατέβασε τους ώμους του και αναστέναξε κουρασμένα διαβάζοντας το όνομα του μέρους, δεν το είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή του και μία ακατανόητη λέξη περισσότερο συμπλήρωνε παρά αφαιρούσε στην κακή διάθεση που είχε εκείνη τη στιγμή. Την προσοχή του ωστόσο τελικά απέσπασε ένα εύθυμο σφύριγμα και το βλέμμα του στράφηκε προς τα κάτω, στην είσοδο της πόρτας όπου πλέον διακρινόταν ένας νεαρός άνδρας, κοστουμαρισμένος και ντυμένος στην τρίχα από την κορυφή ως τα νύχια κοιτούσε τριγύρω σφυρίζοντας ενώ στριφογυρνούσε στον αέρα από την αλυσίδα ένα μενταγιόν πράσινου χρώματος.
Συνοφρυώθηκε, ο άγνωστος έμοιαζε να είναι ακριβώς ο τύπος του χαρακτήρα που έπρεπε να καταβάλει κόπο για να ανεχτεί και συνήθως τον έκανε να καταλήγει με πονοκεφάλους. Ήξερε ότι όμως ότι δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη συνάντηση όταν ο άνδρας τον παρατήρησε με τον άκρη του ματιού του και στράφηκε προς αυτόν χαμογελώντας. Ο μαυροφορεμένος άνδρας έκρυψε το πρόσωπό του πίσω από το ύφασμα που είχε γύρω από το λαιμό του για να κρύψει τη δυσανασχέτιση του και προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του όσο μπορούσε.
“Amari,” συστήθηκε ο άγνωστος χτυπώντας ελαφρά με το δάχτυλο το γκρίζο του καπέλο και άπλωσε το χέρι του. “Να υποθέσω ότι βρεθήκατε κι εσείς εδώ υπό μυστήριες συνθήκες;”
“Aizawa,” απάντησε μονόχνοτα και αγνόησε το απλωμένο χέρι μπροστά του, κίνηση που ο άνδρας απέναντί του τη δέχτηκε μάλλον συγκαταβατικά αφού απλώς μάζεψε το χέρι του πίσω κάπως αμήχανα χωρίς διαμαρτυρία.
Δεν είχε καμία όρεξη να πιάσει φιλίες εκείνη τη στιγμή, ειδικά με αγνώστους που δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τις προθέσεις τους, τουλάχιστον όχι ακόμα. Συνέχισε να προχωράει παρακολουθώντας τον άγνωστο άνδρα με την άκρη του ματιού του και σταμάτησε μόνο όταν παρατήρησε τη λάμψη μέσα στην τσέπη του παντελονιού του.
“Βλέπω πως σας έτυχε το ίδιο,” σχολίασε ο Amari και έπιασε το δικό του μενταγιόν αφού το πέταξε πρώτα χαριτωμένα στον αέρα. “Κάτι μου λέει ότι θα γνωριστούμε καλύτερα, θέλοντας και μη.”
Προχώρησε χωρίς να περιμένει απόκριση και οι δύο άνδρες κατευθύνθηκαν προς το κάστρο αμίλητοι, κρατώντας μία μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλον.
Στο μεταξύ δύο άλλοι άνδρες, όχι πολλή ώρα αργότερα, κατέφθαναν με τη σειρά τους στην είσοδο. Ο πρώτος ήταν ένας ψηλός, κοκκινομάλλης άνδρας που με δυσκολία πήρε την απόφαση ότι θα ήταν προτιμότερο να το επισκεφτεί, αφού ενώ προσπάθησε αρχικά να κατευθυνθεί προς την αντίθεση μεριά θεωρώντας ότι δεν είχε καμία δουλειά με εκείνο το μέρος, συνειδητοποίησε μετά από αρκετή ώρα στο δάσος ότι είχε καταλήξει να κάνει κύκλους. Πιάνοντας κάπως εκνευρισμένος τον μπλε κρύσταλλο που κρεμόταν από τον λαιμό του και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, ήταν βέβαιος πως θα έπρεπε να κάνει κάτι που δεν ήθελε, οπότε όσο πιο γρήγορα τελείωνε με αυτό τόσο καλύτερα για εκείνον.
Δρασκέλησε τον αποφασιστικά το δρόμο για το κτίριο και βρήκε από το ξέφωτο γεμάτος φύλλα και κλαράκια που μάζεψε στο διάβα του από τη βιασύνη. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας με απάθεια την επιγραφή και άναψε το τσιγάρο του με αργές κινήσεις, ρούφηξε βαθιά κι έπειτα άφησε τον καπνό να βγει με ικανοποίηση, θεώρησε πως θα το χρειαζόταν και πράγματι έτσι ήταν. Ξεκινώντας όμως και πάλι να περάσει την πύλη σταμάτησε όταν αντίκρισε έναν λεπτό, κοκκινομάλλη απέναντί του, με το δεξί του μάτι καλυμμένο με οφθαλμοκαλύπτρα, καπνίζοντας και εκείνος με τη σειρά του. Ένιωσε μία φλέβα να τρεμοπαίζει πάνω από το μάτι του και οι άκρες των χειλιών του μειδίασαν σπασμωδικά, ένιωσε σαν κάποιος να τον κορόιδευε. Ο απέναντι άνδρας δεν έκρυψε κι εκείνος το γεγονός ότι βίωνε παρόμοια συναισθήματα, καθώς αφού αρχικά τον κοίταξε κάπως σαστισμένος, το τσιγάρο κόντεψε να του πέσει από το στόμα από την έκπληξη. Άνοιξε το στόμα του κάτι να πει, αλλά το μετάνιωσε αμέσως και ο Cross έσμιξε τα φρύδια του. Οι δύο άνδρες έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και η ένταση στην ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να ανεβαίνει σιωπηλά όταν διακόπηκε από την παρουσία ενός τρίτου.
Τα βλέμματα και των δύο στράφηκαν προς τον ψηλό νεοφερμένο με τα μακριά καστανά μαλλιά και το μαύρο τατουάζ στον ώμο που θύμιζε σκορπιό να τους κοιτάζει ψυχρά μέσα από τα μαύρα γυαλιά ηλίου. Έγνεψε τυπικά περνώντας ανάμεσα τους και κοίταξε αμίλητος το ασημί κρεμαστό του που έμοιαζε σαν να αποτελείται από μικρούς ενωμένους κύβους πριν προχωρήσει μπροστά ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στους δύο πίσω του.
Οι δύο κοκκινομάλληδες κοιτάχτηκαν για άλλη μια φορά και αφού όρθωσαν το ανάστημα τους ανταλλάζοντας σχεδόν προκλητικές ματιές, πέρασαν με τη σειρά τους μέσα από την είσοδο αγνοώντας την λάμψη των δικών τους κρεμαστών.
Πέρασε λίγη ώρα πριν νέο άτομο εμφανιστεί προ των πυλών και αυτή τη φορά η απόφαση να διαβεί κάποιος την πύλη δε φαινόταν και τόσο εύκολη. Ο ταραγμένος νεαρός έσφιξε τη μπλε του μπλούζα μέσα στη χούφτα του και προσπάθησε να πάρει βαθιές αναπνοές σε μία σχεδόν άκαρπη προσπάθεια να ηρεμήσει τον εαυτό του. Ο ιδρώτας είχε αρχίσει ήδη να κυλάει από το μέτωπο του και ένιωθε τα μαύρα μαλλιά του που έφταναν μέχρι τους ώμους του να κολλάνε επάνω στο πρόσωπό του. Για άλλη μια φορά το σύμπαν φαινόταν να συνωμοτεί εναντίων του και η εμφάνιση του μέρους όχι μόνο τον έκανε να ανακαλεί άσχημες αναμνήσεις αλλά το ένστικτό του τού έλεγε ότι τίποτα καλό δε θα έβγαινε από αυτό.
“Έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα,” τραύλισε.
ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ!
Σφίγγοντας ακόμη την μπλούζα του, έπιασε τη ράβδο με τον άγνωστο γι’ αυτόν λίθο που κρεμόταν από τον λαιμό του, κοίταξε τον γαλαζοπράσινο λίθο και το μόνο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι πιθανότατα θα του προκαλούσε νέα προβλήματα. Για την ώρα του έφτανε το χρέος του που δεν έδειχνε κανένα σημάδι μείωσης και έκανε χίλιες δύο υποθέσεις για ποιον λόγο μπορεί να βρέθηκε εκεί ή καλύτερα ποιος μπορεί να είχε επιδιώξει να βρεθεί εκεί. Οι σκέψεις αυτές διακόπηκαν όταν ένας μυώδης άνδρας με μαύρα γυαλιά, αμάνικο μπουφάν και εμφανώς κοφτερά δόντια σταμάτησε δίπλα του και τον κοίταξε από επάνω ως κάτω. Ενστικτωδώς ο Kaiji έκρυψε το λίθο στο χέρι μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του και έμεινε ακίνητος όσο ο άγνωστος είχε καρφωμένο το βλέμμα του επάνω του, μόνο η κόρη του ματιού του κύλησε προσέχοντας κάθε κίνηση του πιθανού εχθρού.
“Πφφφ…”
Τα μάτια του Kaiji άνοιξαν διάπλατα βλέποντας τον άγνωστο να προσπαθεί να κρύψει το γέλιο του, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Βλέποντας το βλέμμα του Kaiji ο άγνωστος, ξεροέβηξε και έκανε μια προσπάθεια να φανεί σοβαρός.
“A, συγγνώμη-συγγνώμη”, είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού. “Δεν ήταν σκόπιμο…”
Σε αυτό το σημείο ο άγνωστος ήξερε ότι όπως ήταν φυσικό δε θα έπειθε κανένας και στην πραγματικότητα δεν είχε και ο ίδιος καμία πρόθεση να πείσει κανέναν, αφού ξέσπασε σε δεύτερο κύμα πνιχτού γέλιου πριν του γυρίσει την πλάτη και περάσει την πύλη. Ο Kaiji δάγκωσε τα χείλη του, ένιωθε ηττημένος πριν καν βρεθεί αντιμέτωπος με οτιδήποτε τον περίμενε μέσα στο κτίριο που βρισκόταν μπροστά του. Ποιος ήταν ο λόγος να προσπαθήσει καν; Είχε παγώσει σε ένα σημείο και δεν είχε καταφέρει να υπερασπιστεί ούτε στο ελάχιστο τον εαυτό του.
Άνοιξε τις παλάμες του και τις έσφιξε ξανά σε γροθιά, πλέον πολύ πιο αποφασισμένος. Ό,τι και να σκεφτόταν η κατάστασή του δεν επρόκειτο να αλλάξει, ειδικά αν έμενε εντελώς άπραγος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαφνικά άκουσε για άλλη μία φορά βήματα. Γύρισε το βλέμμα του αργά. Ένα νέο κορίτσι, όχι παραπάνω από 17-18 χρονών, με κοντά κόκκινα μαλλιά και γυαλιά, φορώντας ακόμη τη στολή του σχολείου της. Προχωρούσε ανέκφραστα μα σταθερά προς την πύλη, ενώ φορούσε ένα μενταγιόν μπλε με χρυσόλευκες ραβδώσεις. Αναρωτήθηκε αν ανήκε κάτι αντίστοιχο και στον προηγούμενο άνδρα και έμεινα να κοιτάζει το λίθο της κοπέλας ο οποίος ήταν εντελώς διαφορετικός από το δικό του καθώς εκείνη πλησίαζε προς το μέρος του.
“Ανώμαλε,” ξεστόμισε με απάθεια, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και τον προσπέρασε χωρίς άλλη λέξη.
Το στόμα του Kaiji άνοιξε διάπλατα, βρισκόταν μόνο λίγη ώρα σε εκείνο το μέρος και ήδη ένιωθε ηττημένος και ντροπιασμένος. “Τι στο καλό;” ούρλιαξε μέσα του και ένιωσε τα μάτια του να θολώνουν. Τα έκλεισε προσπαθώντας να συγκρατηθεί και τελικά πέρασε την πύλη τρέχοντας, με τα μάτια ακόμα κλειστά, πριν αλλάξει γνώμη.
Λίγο πιο πέρα ένα νεαρό κορίτσι παρακολουθούσε όλη τη σκηνή πίσω από μερικά φυλλώματα. Δεν θυμόταν πώς βρέθηκε εκεί και αυτό τη γέμιζε με αβεβαιότητα για τη συνέχεια. Όταν οι άγνωστες φιγούρες πέρασαν την πύλη και χάθηκαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο κάστρο, βγήκε με τη σειρά της δισταχτικά, σφίγγοντας το κρεμαστό που ανακάλυψε επάνω της όταν άνοιξε τα μάτια της. Ένιωθε πως υπήρχε ένα κενό στη μνήμη της και αυτό την τρόμαζε περισσότερο από όλα.
“Η Misaka δεν είναι σίγουρη γι’ αυτό αλλά η Misaka νιώθει πως πρέπει να το κάνει…” είπε προσπαθώντας να δώσει κουράγιο στον εαυτό της.
Το δέκατοτρίτο άτομο που διάβηκε την πύλη πέρασε από μπροστά σαν σφαίρα, σαν σκιά, δεν είδε κανένας το πρόσωπό του, ούτε καν το τελευταίο άτομο που συμπλήρωνε την ομάδα όσων θα λάμβαναν μέρος σε αυτή την ιστορία, ένας αστυνομικός αστυνομικός που έφτασε κατάκοπος μπροστά από την είσοδο, με το μαύρο του κοστούμι σκονισμένο από το χώμα, αφού με δυσκολία κατάφερε να βρει τον δρόμο του προς το ξέφωτο, καθώς βρέθηκε μακρύτερα από όλους, μέσα σε μία συστάδα δέντρων που δεν ωφελούσε το οπτικό του πεδίο. Ακούμπησε επάνω στις κρύες κολώνες της εισόδου και προσπάθησε να ξαναβρεί το σωστό ρυθμό της αναπνοής του, ίσως τελικά να είχε παραμελήσει ελαφρώς τη φυσική του κατάσταση το τελευταίο διάστημα. Δίπλα του ένας ιπτάμενος κόκκινος ρόμβος, ουσιαστικά ένα ρεαλιστικό ολόγραμμα, τον ακολουθούσε σε κάθε του βήμα.
“Αυτά κάνουν οι καταχρήσεις,” σχολίασε καυστικά.
Στην πραγματικότητα θα ευχόταν να είχε κάνει περισσότερες καταχρήσεις, ίσως έτσι να μπορούσε να δικαιολογήσει την αφύσικη κούραση που ένιωθε και το λόγο που ξαφνικά βρέθηκε σε ένα άγνωστο και τόσο περίεργο μέρος. Το μόνο που ευχόταν ήταν να βρει έναν τρόπο να επικοινωνήσει με τον οποιοδήποτε και για μία φορά στην καριέρα του να μην έχει να κάνει με μία ακόμα περίπτωση κατάχρησης μαγείας.
“Περιττό να πω πως το δικό μου κόκκινο χρώμα είναι πολύ πιο ξεχωριστό και αληθοφανές από αυτό του γρανάτη που ξαφνικά απέκτησες παρότι εγώ είμαι το ολόγραμμα εδώ πέρα,” συμπλήρωσε και ο Kim του έριξε ένα κουρασμένο βλέμμα, αποφεύγοντας να συνεχίσει μία συζήτηση που όχι μόνο δεν τον ενδιέφερε αλλά δεν το συνέφερε κιόλας.
Ανασκουμπώθηκε και σκούπισε το μέτωπο του με το χέρι του, ήλπιζε να βρει ένα μέρος να ξεκουραστεί παρόλο που η πρώτη κοντινή εικόνα του μέρους φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε γκρεμίσει κάθε του ελπίδα. Απεριποίητες ατραξιόν, σκουριασμένα και παρατημένα συγκρουόμενα, σπασμένα παράθυρα σε σκοτεινά κτίρια. Το μόνο που του αναπτέρωνε το ηθικό ήταν ένα και μοναδικό φως στον πύργο όπου ίσως να μπορούσε να βρει έστω και ένα ψήγμα βοήθειας. Πέρασε την πύλη ξύνοντας προβληματισμένα το πηγούνι του και ο Serious τον ακολούθησε όταν παρατήρησε και αυτός με τη σειρά του τη λάμψη του δικού του λίθου.
“Και εγώ θα μπορούσα να το κάνω αυτό αν ήμουν προγραμματισμένος για κάτι τέτοιο.”
Κατέβασε τους ώμους του κουρασμένα και πίεσε τον δείκτη στον κρόταφό του νιώθοντας την υπομονή του να εξαντλείται. Αν δεν του όφειλε το γεγονός ότι κατάφεραν να προσανατολιστούν μέσα σε εκείνο το δάσος, θα τον είχε τερματίσει χωρίς δεύτερες σκέψεις, τουλάχιστον μέχρι να ανακάμψει από την κούραση του.
Διέσχισε το πλακόστρωτο που οδηγούσε στην είσοδο του κάστρο και έσπρωξε τη βαριά πόρτα που έστεκε μισάνοιχτη. Στην είσοδο έκαιγε αχνά μία δάδα. Κοίταξε μέσα δισταχτικά αφού εξέτασε πρώτα τα νώτα του και μπήκε ξεροκαταπίνοντας με αργά βήματα. Κοίταξε ολόγυρα περιμένοντας να συνηθίσουν τα μάτια του στο αχνό φως και αφουγκράστηκε το μέρος. Άκουσε ένα αχνό μουρμουρητό από την κορυφή της σκάλας που βρισκόταν μπροστά του και προχώρησε με όσο πιο ελαφριά βήματα μπορούσε.
Οι φωνές γινόταν όλο και πιο έντονες καθώς έφτανε στην κορυφή της σκάλας και προς έκπληξη του αντιστοιχούσαν σε περισσότερα από ένα άτομα. Φυσιολογικά ένα τέτοιο γεγονός θα έπρεπε να τον χαροποιήσει, όμως η χροιά που χρωμάτιζε τις φωνές τους δεν υποδήλωνε κάποια ευχάριστη συνάθροιση. Έσπρωξε την πόρτα με έναν μικρό δισταγμό και ζήτησε συγγνώμη για την διακοπή. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν επάνω του, ένιωσε την τεταμένη ατμόσφαιρα να τον πνίγει.
“Εμμ… Καλησπέρα,” τόλμησε να πει και οι περισσότεροι κούνησαν το κεφάλι απογοητευμένοι.
“Άλλος ένας μας έλλειπε, δεν ήμασταν ήδη αρκετοί,” σχολίασε ένας κοκκινομάλλης νεαρός και μερικοί έγνεψαν συμφωνώντας.
Ο Kim κοίταξε ολόγυρα του, μέτρησε γρήγορα άλλα δώδεκα άτομα εκτός από εκείνον, εξαιρετικά ανόμοια μεταξύ τους, με ποικίλες αντιδράσεις απέναντι στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Έκανε λάθος, σύντομα προστέθηκε ακόμη ένας. Παρουσιάστηκε μέσα από μία πόρτα που πιθανότατα οδηγούσε στην κουζίνα και ήταν φορτωμένος με μπόλικες κονσέρβες, τον κοίταξε πάνω από τα μαύρα, στρογγυλά γυαλιά του.
“Όποιος προλάβει πρώτος, πρόλαβε,” του είπε πιάνοντας το βλέμμα του αστυνομικού επάνω του και χάρισε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο.
Οι υπόλοιποι στην αίθουσα του έριξαν ένα επικριτικό ύφος στον άνδρα ο οποίος στοίβαξε ανενόχλητος τις κονσέρβες του σε μία γωνιά της τεράστιας αίθουσας. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεκατέσσερις άγνωστοι μαζεμένοι μέσα σε μία σκονισμένη σάλα, με ένα κακόγουστο χρυσό άγαλμα ενός άνδρα με μακριά μαλλιά να κυριαρχεί στο κέντρο της, σκόρπια χρησιμοποιημένα σερβίτσια και μία παλαιού τύπου τηλεόραση τοποθετημένη επάνω σε ένα τραπέζι, αταίριαστη με την υπόλοιπη διακόσμηση παρότι το δωμάτιο διέθετε μία τεράστια αν και σπασμένη γιγαντοοθόνη.
Ένας νεαρός με μπλε μπλούζα και ξεπερασμένο καφέ μπουφάν στεκόταν παραπέρα, κολλημένος επάνω στον τοίχο, δαγκώνοντας αγχωμένα τα νύχια του, ένας κάπως μεγαλύτερος κοκκινομάλλης άνδρας που τον αγνόησε σχεδόν επιδεικτικά από τη στιγμή που μπήκε στο δωμάτιο κάπνιζε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ένας μαυροφορεμένος άνδρας στο βάθος να στέκεται με σταυρωμένα τα χέρια παρατηρώντας τα πάντα, ένας άνθρωπος με λευκή ρόμπα, κορίτσια που έμοιαζαν να πηγαίνουν στο δημοτικό και ταυτόχρονα ένας άνδρας με ένα μόνιμο, πλαστικό χαμόγελο με χρυσό κοστούμι και μία μυστηριώδης φιγούρα να στέκεται ανέμελα πίσω από μία βαριά λευκή κουρτίνα. Η σύναξη αυτή έμοιαζε περισσότερο με πάρτι μασκέ…
“Συγγνώμη, εσείς πώς βρεθήκατε εδώ;” ρώτησε τον νεαρό δίπλα του προσπαθώντας να αποσπάσει την οποιαδήποτε πληροφορία.
“Δεν ξέρει κανένας μας τίποτα,” αποκρίθηκε εκείνος και ο ιδρώτας του κυλούσε ασταμάτητα στο μέτωπο του.
“Δηλαδή δεν έψαξε κανένας αυτό το μέρος;” ρώτησε απευθυνόμενος στους υπόλοιπους.
“Υπάρχει η σκέψη αλλά δεν συμφωνούνε όλοι,” απάντησε ένας κοστουμαρισμένος άνδρας και τον πλησίασε φιλικά. “Amari,” συστήθηκε χωρίς δισταγμό. “Αν και δεν βλέπω το λόγο να λάβουν όλοι μέρος χωρίς τη θέλησ-“
“ΑΚΡΙΒΩΣ!” ο ξανθός νεαρός που τραβούσε τα βλέμματα επάνω του χωρίς ιδιαίτερο κόπο, ανέβηκε επάνω σε ένα ταλαιπωρημένο σκαμπό και έγνεψε στους υπόλοιπους καθησυχαστικά. “Μιας και αυτή τη στιγμή μοιραζόμαστε την ίδια μοίρα δεν υπάρχει κανένας λόγος για εντάσεις. Είμαι διατεθειμένος, μαζί με όποιον άλλον φυσικά θέλει να προσφερθεί, να εξερευνήσω αυτό το κάστρο προς αναζήτηση οποιουδήποτε στοιχείου ή μέσου επικοινωνίας που θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Οι υπόλοιποι, ειδικά οι πιο ταλαιπωρημένοι από εμάς, θα ήταν σοφότερο να παραμείνουν εδώ αναμένοντας τον ιδιοκτήτη αυτού του κάστρου ο οποίος στη συνέχεια ελπίζω να μας προσφέρει τη βοήθεια του.”
Ένας καλόβολος νεαρός που βρισκόταν νωρίτερα στο πλάι του χειροκρότησε με ενθουσιασμό, κάποιοι έγνεψαν συγκαταβατικά, άλλοι απλώς κούνησαν το κεφάλι. Στο τέλος κατέληξαν σε μία ομάδα εφτά ατόμων να εξερευνήσουν το μέρος. Ο ξανθός άνδρας ονόματι Pariston, ο μαυροφορεμένος άνδρας που συστήθηκε ξερά ως Aizawa, ο λιγομίλητος νεαρός με το τατουάζ που προκάλεσε έκπληξη με την προθυμία του, ο νεαρός κοκκινομάλλης που συστήθηκε ως Badou και ο άνδρας με τη λευκή ρόμπα που ανακοίνωσε πως θα συνεισφέρει με περίεργη θέρμη και τέλος ο ίδιος ο Kim.
Η έρευνα αποδείχθηκε σχεδόν άκαρπη και με μερικά ευτράπελα, μερικές σκόρπιες λευκές τρίχες δίπλα από μία μπανιέρα γεμάτο βρύα, μια ξεχασμένη τηλεόραση απέναντι από μία καρέκλα με κομμένα σχοινιά που μόνο ρίγος μπορούσαν να προκαλέσουν, ένα ιαπωνικό σπαθί και ένα σχισμένο μωβ κομμάτι ύφασμα πάνω στο οποίο σκόνταψε ο Kyouma όταν τρόμαξε, από τον ήχο ενός ποτηριού που έριξε κατά λάθος ο Amari, στοιχεία που κυρίως έδειχναν ότι απλώς κάποιοι κάποτε έζησαν εκεί και τίποτα ουσιώδες για την κατάσταση τους.
“Όλο αυτό είναι ανώφελο,” σκέφτηκε ο Kim μέχρι που το μάτι του πρόσεξε μερικές κόκκινες σταγόνες στο έδαφος. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Πλησίασε μόνο και μόνο για να ανακαλύψει μία λίμνη αίματος, θαμπή και καλυμμένη από στρώματα σκόνης. Ήταν χωρίς αμφιβολία αίμα, όμως τι σήμαινε για εκείνους αυτό; Θα έπρεπε να πληροφορήσει και τους υπόλοιπους ή θα προκαλούσε πανικό χωρίς λόγο; Τελικά αποφάσισε να κρύψει το αίμα πίσω από μία καρέκλα και να συνεχίσει το ψάξιμο μαζί με τους υπόλοιπους.
Εγκατέλειψαν πιο σύντομα από ό,τι περίμεναν. Ο Pariston πρότεινε για αρχή να βρουν τον γενικό διακόπτη αλλά ούτε και αυτό είχε επιτυχία. Αποφάσισαν πως θα ήταν προτιμότερο να το επιχειρήσουν με το φως της ημέρας. Και τελικά επέστρεψαν πίσω όπου τους περίμεναν και οι υπόλοιποι…
Λίστα Παικτών
01. Babba || Tsukushi Tsukamoto Days
02. Osama || Pariston Hill Hunter x Hunter
03. Ghost Prince || Okabe Rintaro Steins;Gate
04. Mpougatsa || Amari Joker Game
05. Zura || Aizawa Shota Boku no Hero Academia
06. Black Kaiser || Cross Marian D.Gray Man
07. BlasoN || Kaiji Gyakkyou Burai Kaiji
08. Scarlet D. || Nobutaka Oda Btoom
09. Great General || Sawa Nakamura Aku no Hana
10. Takayama Yuuichi || Last Order To Aru Majutsu no Index
11. TheGunsmasha || Greed FMA
12. Fandom | Χαρακτήρας Μετά
______________________________________________________________________________
Ξεκινάει το ελεύθερο RP.
Σε αυτή τη φάση του παιχνιδιού δεν έχει κανένας σας ρόλο.
Μπορείτε απλώς να ξεκινήσετε γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και να θέσετε τις
βάσεις για το RP στους επόμενους γύρους.
Θα διαρκέσει ως αύριο το μεσημέρι στις 1:00μ.μ., όπου θα συνεχιστεί η αφήγηση και το παιχνίδι θα
κλείσει για το μοίρασμα των ρόλων.
Μετά από αυτό θα ακολουθήσει η 1η Ημέρα.