Ρόλοι:
Κανόνες:
Οι ρόλοι θα μοιραστούν μετά το πρώτο post της πρώτης νύχτας.
_________________________________________________
1996, 4 Φεβρουαρίου...
Ένας νεαρός περπατούσε στον δρόμο δίπλα στη γιαγιά του.
Το μεγάλο καπέλο της έκρυβε το στενοχωρημένο της πρόσωπο, ενώ ο γύπας στην κορυφή του απέτρεπε τους περαστικούς από το να κοιτάνε επίμονα τον εγγονό της. Ο νεαρός είχε μάτια κόκκινα, μάλλον από το κλάμα. Αν ήταν ακόμα στο σχολείο του, ήταν σίγουρος πως δε θα ήταν τόσο τυχερός ώστε να μην τον κοιτάνε, αλλά πλέον δεν τον ένοιαζε και πολύ. Γιατί τουλάχιστον ένας άνθρωπος ήξερε για τους γονείς τους κι εκείνος του έδωσε αρκετό κουράγιο για να μη ντραπεί ποτέ ξανά.
«Γιαγιά, μου έστειλαν μήνυμα από τον Άγιο Μάνγκο σήμερα το πρωί ΄ θα κάνουν μια μικρή ανακαίνιση στα δωμάτια και θα πρέπει να κάτσουμε μισή ώρα παραπάνω στο επισκεπτήριο για να— .»
Αν και η Αυγούστα τους είχε εντοπίσει, ποτέ δεν περίμενε ότι θα έκαναν την κίνησή τους τόσο απροκάλυπτα: τρεις άντρες με μαύρους μανδύες, κουκούλες και μάσκες τους περικύκλωσαν. Χωρίς να χάσουν στιγμή, σήκωσαν τα χέρια τους και ραβδιά αποκαλύφθηκαν. Ο Νέβιλ είχε μείνει να τους κοιτάει αποσβολωμένος για λίγα δευτερόλεπτα, μα αποδείχθηκαν υπέρ-αρκετά: οι τρεις άντρες καταράστηκαν ταυτόχρονα γιαγιά κι εγγονό.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα: τρεις πράσινες λάμψεις εκτοξεύτηκαν ΄ ένα σώμα έπεσε άκαμπτο στα χέρια του Νέβιλ και τον έριξε κάτω ΄ οι τρεις φιγούρες εξαφανίστηκαν άμεσα. Η αναπνοή του Νέβιλ είχε σταματήσει στη θέα του φονικού, αλλά μέσα από λυγμούς και άναρθρες κραυγές προσπαθούσε να την επαναφέρει. Όταν επιτέλους το κατάφερε, άρχισε να κουνάει τη νεκρή γυναίκα στα χέρια του, μπρος πίσω, απελπισμένα. Μπορεί ακόμα να ζούσε. Μπορεί ακόμα να είχε λίγη δύναμη μέσα της.
«Γιαγιά,» αναφώνησε «γιαγιά σε παρακαλώ, σήκω!» Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του. «Γιαγιά…»
Το ραβδί της Αυγούστας είχε μείνει στο χέρι της, να το κραδαίνει απειλητικά, ακόμα και στον θάνατο.
__________________________________
Χόγκουαρτς, τρεις μέρες αργότερα...
Η Ερμιόνη στεκόταν πάνω από μια περγαμηνή με περίπλοκες μαθηματικές εξισώσεις. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από τις πολλές ώρες αϋπνίας και την πνευματική προσπάθεια που είχε καταβάλει το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Τα μαλλιά της ήταν ακόμα πιο φουσκωμένα απ’ότι συνήθως, με πένες κι άλλα πράγματα να ξεπροβάλλουν κατά μέρη.
«Θέλετε πραγματικά να προχωρήσουμε με αυτό το σχέδιο;»
Ο Χάρι στεκόταν δίπλα της, και ήταν φανερό πως η ένταση τον είχε καταβάλει ψυχικά: χτυπούσε το πόδι του στο πάτωμα, τα δάχτυλά του στο γραφείο και γενικώς όταν δεν στεκόταν έκανε την ίδια διαδρομή: τζάκι – καναπές, καναπές – τζάκι τόσο πολύ, που ο Ρον θα ορκιζόταν είχε αρχίσει να βλέπει λακκούβες εκεί που πατούσαν τα πόδια του. «Δε βλέπω άλλη διέξοδο,» είπε στο τέλος νευρικά και κοίταξε για πολλοστή φορά πάνω από τον ώμο της Ερμιόνης.
Από ένστικτο, τα έκρυψε.
«Ερμιόνη, μέχρι κι ο Ντάμπλντορ είπε ότι είναι διατεθειμένος να μας βοηθήσει. Μας έχει φέρει μέχρι και τη μεγάλη κλεψύδρα…» Ο Ρον είχε ξαπλώσει προ πολλού στον μεγάλο καναπέ μπροστά από το τζάκι. Κοιμόταν ευχάριστα μέχρι και πριν δύο λεπτά, που η κραυγή απελπισίας της Ερμιόνης τον ξύπνησε. Νύσταζε τόσο πολύ…! Χασμουρήθηκε. «Θυμάσαι τι είπε εξάλλου,ο θάνατος της γιαγιάς του Νέβιλ επι…σπεύει τα πράγματα.»
Διέκοψε τον λόγο του για να τεντωθεί ΄ η Ερμιόνη τον κοίταξε με μισό μάτι. «Μακάρι να είχαμε όλοι την αναισθησία σου και μακάρι όλοι να είχατε έστω και λίγο από την ικανότητά μου στην Αριθμητική. Έχω να κοιμηθώ δύο μέρες και έχω υπολογίσει τόσες πολλές μεταβλητές που πλέον δε θυμάμαι καν τι έχω συμπεριλάβει και τι όχι.» Ήταν πολύ κοντά στο όριό της. «Αλλά όλα είναι έτοιμα για το ξόρκι από μέρος μου,» ομολόγησε δειλά στο τέλος «αφού σιγουρέψουμε και την Πρίβετ Ντράιβ, θα μπορούμε να γυρίσουμε πίσω.»
«Πίσω…στον χρόνο. Σαν ψέμα μου φαίνεται. Γιατί όμως πρέπει να είναι το δεύτερο έτος;»
Η Ερμιόνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω ΄ όταν μας είπε την χρονιά ο Ντάμπλντορ, ήταν πολύ συγκεκριμένος. Είπε κάτι για τους καθηγητές της Άμυνας σκοτεινών τεχνών και για την Προφητεία της Τρελόνι και κάτι για τον Ολιβάντερ. Μπορώ να φανταστώ γιατί θέλει και αυτόν, μα γιατί πρέπει να κουβαλήσουμε και την Άμπριτζ…δεν έχω ιδέα.»
«Και φαίνεται ότι σε έχει τρελάνει. Έλα, πες την αλήθεια, αυτό είναι που σε κάνει να προβληματίζεσαι πιο πολύ, κι όχι η διαδικασία του να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο.»
«Κάνεις λάθος, και τα δύο είναι πολύ επικίνδυνα! Ξέρεις ότι τα ξόρκια που ετοιμάζω είναι για να μας προστατέψουν πριν κι άπαξ φτάσουμε εκεί; »
«Τι είναι αυτά τα ξόρκια τέλος-;»
«Να μη σας νοιάζει,» απάντησε κοφτά στην ερώτηση του Ρον «έχω τους λόγους μου που δε σας λέω. Απλώς εμπιστευτείτε με.»
Σηκώθηκε, έτριψε τα μάτια της και τύλιξε την περγαμηνή για να την πάρει μαζί της.
«Και τώρα πάμε στο σπίτι των θείων σου.»
___________
Όταν μία ώρα αργότερα έφτασαν στην Πρίβετ Ντράιβ – μέσω Χόγκσμιτ και διακτινισμού – παρέμεναν κρυμμένοι κάτω από τον Αόρατο μανδύα, απέναντι από το σπίτι που περνούσε όλα του τα βασανιστικά καλοκαίρια ο Χάρι. Είχε κανονίσει να περάσει από εκεί η θεία του η Μαρτζ, το τέλειο πειραματόζωο. Την είχε ήδη κάνει μία φορά μπαλόνι, αυτό δε θα ήταν καν επίπονο ή επικίνδυνο. Χαμογέλασε στη θύμηση του συμβάντος. Χε, όσο και να είχε τρομοκρατηθεί τότε, τώρα του φαινόταν αρκετά διασκεδαστικό, κυρίως γιατί ευχόταν πλέον τα προβλήματά του να ήταν τόσο απλά.
Φυσικά, οι θείοι του είχαν πληροφορηθεί για τα προβλήματα και τις νέες συνθήκες που επικρατούσαν στον μαγικό κόσμο και πόσο μάλλον αυτά που μπορούσαν να τους βλάψουν, έτσι η Μαρτζ θα πήγαινε σε άδειο σπίτι. Εκείνη μόνο δεν το ήξερε.
«Πλησιάζει υπερβολικά πολύ,» παρατήρησε ο Ρον «νόμιζα ότι το ξόρκι θα έπιανε από τον φράχτη…»
«Όχι, το έβαλα πάνω στο ίδιο το σπίτι—όποιος πάει να ακουμπήσει την πόρτα, ή να χτυπήσει το κουδούνι θα το ενεργοποιήσει. Είναι καλή παγίδα και ακίνδυνη. Θα δείτε.»
Με αγωνία, και όρεξη για κάτι θετικό, οι τρεις φίλοι κράτησαν τις ανάσες τους ΄ όσο πιο κοντά πήγαινε η πλαδαρή, υπέρβαρη γυναίκα, τόσο μεγάλωνε η ανυπομονησία τους. Και τη στιγμή που πήγε να πατήσει το κουδούνι… κοίταξε κάτω.
Ε;
Τέντωσαν τους λαιμούς τους για να δούνε καλύτερα. Τι έκανε εκεί κάτω κι έσκυβε έτσι; Πάνω που κατάφεραν να διακρίνουν πως τα δάχτυλά της προσπαθούσαν να πιάσουν ένα χαρτονόμισμα, η γυναίκα εξαφανίστηκε!
«Εεεεεεεεεεε;»
Κοιτάχτηκαν έντρομοι και ταυτόχρονα σηκώθηκαν όρθιοι κι έτρεξαν στην είσοδο του σπιτιού. Το χαρτονόμισμα είχε εξαφανιστεί…
«Τι στο καλό έγινε μόλις τώρα;»
«Δεν έχω ιδέα.» Ο Χάρι δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει για να εξηγήσει αυτό που είδε μόλις τώρα.
Μια μικρή παύση και ακούστηκε ο αναστεναγμός της Ερμιόνης. «Εγώ ξέρω τι έγινε,» είπε με βαριά φωνή «και δε θα σας αρέσει. Αλλά αυτό που μόλις είδαμε ήταν μία Πύλη, που μετέφερε τη θεία σου κάπου αλλού.»
«Πύλη; Ό-όπως στο Τρίαθλο μαγείας;» Η Ερμιόνη έγνεψε θετικά. «Και πού στο καλό πήγε;»
«Ρον, είδαμε ό,τι είδες κι εσύ. Γιατί να ξέρουμε κάτι παραπάνω;»
«Μπορεί να μην είναι και ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος σ’όλο τον κόσμο, αλλά πρέπει να τη βρούμε, ο Ρον έχει δίκιο να αναρωτιέται. Πρέπει κάπως-»
Τη συζήτησή τους διέκοψε το άκουσμα μιας κραυγής πουλιού: με το που κοίταξαν ψηλά, είδαν τον Φοίνικα του Ντάμπλντορ!
«Φοκς!» Ο Χάρρυ έτρεξε στο επιβλητικό πουλί και παρέτεινε τον πήχη του. Μα αντί να κάτσει εκεί, ο Φοκς πέταξε από πάνω του και έριξε ένα κομμάτι χαρτί στα χέρια της Ερμιόνης. Χάθηκε αμέσως.
Τα μάτια της Ερμιόνης έτρεξαν γοργά πάνω στο χαρτί και διάβασε φωναχτά: «Βρήκα τη θεία σου, είναι στο Χόγκουαρτς. Πέρνα από τη Γκρίμμολντ Πλέις να εφοδιαστείς και επέστρεψε εδώ όσο πιο γρήγορα μπορείς.»
«Λοιπόν, τον ακούσατε. Γρήγορα!»
Έκαναν ακριβώς ό,τι τους μήνυσε ο διευθυντής και πήγαν στα Αρχηγεία του Τάγματος για να μαζέψουν ότι προμήθειες είχαν θεωρήσει πως ήταν απαραίτητες για το ταξίδι τους. Στην ουσία, μόνο η Ερμιόνη είχε πολλά να μαζέψει, γιατί εκείνη θα χειριζόταν τα δύο μεγάλα ξόρκια κι όλα τα υλικά τα είχε αφήσει εκεί. Πήραν τις τσάντες, πήραν το σεντούκι που έδειξε η Ερμιόνη και κίνησαν για το σχολείο.
Αυτό που δεν παρατήρησαν όμως ήταν πως το σπιτικό ξωτικό του νονού του, ο Κρίτσερ, είχε κρυφτεί μέσα σε μία από τις τσάντες και ταξίδευε μαζί τους…
Με το που επέστρεψαν στο σχολείο, η καθηγήτρια Μινέρβα ΜακΓκόνακαλ τους περίμενε στα σκαλιά.
«Επιτέλους ήρθατε ΄ την επόμενη φορά να κάνετε πιο γρήγορα.»
Δεν τους άφησε καν να κυλήσουν τα μάτια τους αγανακτισμένοι, γιατί αμέσως άρχισε να περπατάει, όχι, να τρέχει προς μία κατεύθυνση και ήταν πολύ φανερό πως έπρεπε να την ακολουθήσουν. Με τα πράγματα να τους ακολουθούν μαγικά οδηγήθηκαν στον προορισμό τους. Πέρασαν διαδρόμους, ανέβηκαν σκάλες, απέφυγαν την Κυρία Νόρις, ώσπου στο τέλος βρέθηκαν μπροστά από ένα μεγάλο τοίχο.
Σιγά σιγά άρχισε να αποκαλύπτεται μία πόρτα. «Το δωμάτιο των Ευχών,» ψιθύρισαν τα δύο αγόρια ταυτόχρονα.
«Πολύ σωστά κύριε Πόττερ, κύριε Ουέσλι. Κι αυτό γιατί δεν πρέπει να μάθει κανείς αυτό που κάνετε. Μόνο εσείς κι όσοι είναι ήδη μέσα στο δωμάτιο. Ερμιόνη, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις με το που θα σταματήσετε τα γυρίσματα της κλεψύδρας.»
Έγνεψε.
«Εντάξει, πρέπει να ρωτήσω-!»
«Δεν πρέπει καθόλου ΄ δεν έχουμε χρόνο γι αυτά,» ήταν η απάντηση που πήρε και η μόνη που θα έπαιρνε. «Ευχαριστούμε καθηγήτρια ΜακΓκόνακαλ .»
Τραβώντας και τους δύο απ’το χέρι, πέρασε μέσα από την πόρτα που από μόνη της άνοιξε και βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο των ευχών.
«…και να που ήρθαν και οι τρεις μας φίλοι,» άκουσαν τον Ντάμπλντορ πριν τον δούνε.
Είχε γυρισμένη την πλάτη του και μιλούσε στο συγκεντρωμένο πλήθος, το οποίο αποτελούνταν από πολλά διαφορετικά άτομα:
O Ρέμους Λούπιν καθόταν νευρικός σε μια καρέκλα, ενώ από δίπλα του ένας ταλαιπωρημένος Ολιβάντερ κοιτούσε τριγύρω. Ήταν δύσκολο για κάποιον να φαίνεται πιο ταλαιπωρημένος από τον λυκάνθρωπο, κι όμως τα κατάφερνε. Η συμμαθήτριά τους Λούνα ήταν επίσης εκεί, με τα μεγάλα γυαλιά της και τα ραπανάκια ,να κοιτάει τον διευθυντή με το αμέριστο ενδιαφέρον της ενώ η Τρελόνι έμοιαζε σαν να ταιριάζει επιτέλους με κάποιον, δίπλα της όπως καθόταν.
Αλλά ο τρόπος που ο Σέβερους Σνέιπ έγερνε πάνω από τον νεαρό Ντράκο Μαλφόυ ήταν ανατριχιαστικός. Η αλήθεια ήταν πως ο νεαρός δεν ήταν στα καλά του εδώ κι αρκετό καιρό και η υπερπροστατευτική στάση του πάντα μαυροφορεμένου καθηγητή δεν τον έκανε να μοιάζει καθόλου πιο υγιής.
Μα το χειρότερο απ’όλα ήταν η τρομοκρατημένη έκφραση της θείας Μαρτζ ενώ κοιτούσε από τον έναν στον άλλο, μα κυρίως τον άντρα που στεκόταν δίπλα της, Άλαστορ Μούντι, φοβερός μα απολύτως ήρεμος…κι έριχνε κλεφτές ματιές γεμάτες υποτίμηση στη γυναίκα που βρισκόταν στα δεξιά του, ντυμένη από την κορφή ως τα νύχια με ροζ. Ναι. Η Ντολόρες Άμπριτζ, η μεγάλη ανακρίτρια η ίδια, ήταν στο ίδιο δωμάτιο με όλους τους άλλους, κάνοντας τους γνωστούς εκνευριστικούς ήχους της.
Οι γνωστοί και φίλοι έδωσαν έναν βιαστικό νεύμα προς αναγνώριση της παρουσίας τους.
Αλλά μια στιγμή, ήταν ακόμα ένας εκεί: δίπλα στον Ντάμπλντορ στεκόταν ο Νέβιλ! Κανείς δεν τον είχε παρατηρήσει μέχρι τη στιγμή που εκείνος τους χαιρέτισε. Ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό μηχανικά. «Λοιπόν, τώρα που είμαστε όλοι εδώ, τι λέτε να ξεκινήσουμε;»
Διαμαρτυρίες δεν υπήρξαν, γι αυτό ο διευθυντής γύρισε επιτέλους να τους κοιτάξει. «Λοιπόν, δεσποινίς Γκρέιντζερ, είστε έτοιμη να ξεκινήσετε.»
Στο κέντρο του δωματίου, υπήρχε μια τεράστια κλεψύδρα, σχεδόν σε μέγεθος ανθρώπου, την οποία πλέον έδειχνε ο γέρος άντρας. Η Ερμιόνη ήξερε τι έπρεπε να γίνει: έσκυψε να πάρει κάποια υλικά από το σεντούκι της. Μετά, πήρε μια βαθιά αναπνοή κι έκανε το ένα βήμα μπροστά για να φτάσει την κλεψύδρα. Μελέτησε μόνο για ένα δευτερόλεπτο την περγαμηνή της, ίσα ίσα για να αισθανθεί η ίδια καλύτερα, και μετά πήγε δίπλα στο μεγάλο αυτό γυάλινο κατασκεύασμα, με τα υλικά στα χέρια.
Παρά το επιβλητικό της σχέδιο και βάρος, όταν την έσπρωξε, αμέσως γύρισε σαν να μην ήταν τίποτα! Έκπληκτοι, την παρακολούθησαν όλοι να το κάνει ξανά και ξανά και ξανά για πάρα πολλές φορές ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζε ένα ξόρκι χαμηλόφωνα. Πριν τελειώσει όλες τις στροφές, άρχισε να ραντίζει τον κάθε ένα τους ξεχωριστά, μαζί με τα πράγματα που θα χρειάζονταν, με ένα παχύρευστο κίτρινο υγρό – ο Ρον με το ζόρι κατάφερε να κρατήσει το στομάχι του ήρεμο ΄ την είχε δει να βάζει τουλάχιστον τρία αυγά νυχτερίδας και Ουσία Μαρτιχώρα – το οποίο μύριζε σαν κάτι ψόφιο.
Τη στιγμή που τέλειωσαν οι στροφές, τέλειωσε και το ξόρκι. Και τότε, σαν κάποιος να γύριζε τους δείκτες του ρολογιού αντίστροφα, και μαζί και τα στομάχια τους, ένιωσαν το περιβάλλον τους να αλλάζει! Ο Ντάμπλντορ εξαφανίστηκε, το περιεχόμενο του δωματίου μεταμορφώθηκε, και μια στιγμή αργότερα ο ίλιγγος σταμάτησε. Μεταφέρθηκαν…στο παρελθόν.
Τριγύρω τους υπήρχε ένα μέρος που δεν είχαν ξαναδεί. Το Δωμάτιο των Ευχών είχε μετατραπεί σε κάτι καινούργιο, διαφορετικό από ό,τι είχαν ξανασυναντήσει: ένα τεράστιο τραπέζι με δεκατρείς πλουμιστές θέσεις είχε δημιουργηθεί στο κέντρο. Γύρω απ’αυτό, δεν υπήρχε τίποτα. Πάνω του όμως, υπήρχαν τρεις μεγάλες άδειες πιατέλες, κανάτες και δεκατέσσερα άδεια ποτήρια και πιάτα. Τα πάντα ήταν έτοιμα για ένα δείπνο. Μόνο που δίπλα στα πιατικά υπήρχαν πένες και περγαμηνές, ένα μικρό κομμάτι στον καθένα.
Κοιτάχτηκαν διστακτικά. Πριν προλάβουν να πουν τίποτα, άρχισαν να πλησιάζουν το τραπέζι κι εκεί που νόμιζαν πως οι εκπλήξεις τελείωσαν, καρτελάκια με ονόματα άρχισαν να εμφανίζονται σε κάθε θέση!
«Δεν έχουμε ώρα να κοιτάμε σαν χάνοι—πρέπει να σφραγίσουμε το δωμάτιο,» υπενθύμισε χαμηλόφωνα η Ερμιόνη.
Πώς πήγαν να βγάλουν τα ραβδιά τους και οι τέσσερις, η πόρτα του δωματίου άνοιξε διάπλατα: ο Πιβς πέταξε μέσα! «Τι στο-;»
«Αυτός μας έλειπε,» είπε πικρόχολα ο Σνέιπ.
«Σταμάτα απαίσιο πλάσμα!» Ένας εξαγριωμένος Γκιλντρόι Λόκχαρτ ακολούθησε, ραβδί παρατεταμένο. Όλοι έμειναν να κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό. «Γύρνα πίσω αμέσως! Απαιτώ να μου δώσεις τα πράγματά μου, τώρα.»
«Νανα νανανα~»
«Ω όχι και αυτός…» συνέχισε ο Σνέιπ, μα κανείς δεν του έδινε σημασία.
Είχαν πιο απίστευτα πράγματα να παρακολουθήσουν: όπως τον ξανθό εγωκεντρικό μάγο που άρχισε να κυνηγάει το άπιαστο πνεύμα μέσα σε όλο το δωμάτιο, αγνοώντας τους! Ο Πιβς συνέχισε να τον προκαλεί και να τον κοροϊδεύει, ενώ έριχνε ποτήρια και πιατέλες κάτω.
Χωρίς να χάνει χρόνο, η Ερμιόνη έκανε το ξόρκι που είχαν προβάρει! Ο Νέβιλ, ο Ρον κι ο Χάρι ακολούθησαν αυτόματα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Πιβς είχε κάνει άνω κάτω όλο το δωμάτιο, ο Λόκχαρτ είχε πέσει πολλές φορές, όμως συνέχιζε να σηκώνεται και οι τρεις φίλοι είχαν καταφέρει να κλειδώσουν επιτέλους το δωμάτιο από έξω αλλά και μέσα. Η φυγή πλέον ήταν αδύνατη, ακριβώς έτσι όπως ήθελαν εξαρχής. Αν και ούτε η Μαρτζ, ούτε ο Πιβς ή ο Λόκχαρτ ήταν μέρος του σχεδίου…
Ένας βήχας ακούστηκε από τους σάκους των παιδιών ΄ σιγά σιγά, εμφανίστηκε ένα κεφάλι με μια τεράστια μύτη. Όλοι παρακολούθησαν με περιέργεια, μέχρι που είδαν το κεφάλι του Κρίτσερ να ξεπροβάλλει.
«Πώς στο καλό κατάφερες να χωθείς εκεί μέσα, βρωμερό πλάσμα;»
Ο Ρον πήγε να το αρπάξει, αλλά η Ερμιόνη τον σταμάτησε. «Δεν έχουμε λόγο να γινόμαστε βίαιοι τώρα, ό,τι έγινε, έγινε. Είναι εδώ. Θα πρέπει να το δεχτούμε.»
«Βρωμερή είναι αυτή η Λασποαίματη και οι προδότες του καθαρού αίματος σαν κι εσένα!»
Και πάλι αναγκάστηκε η Ερμιόνη να τον κρατήσει πίσω για να μην του επιτεθεί, αλλά αυτή τη φορά ο Χάρι ήταν που αντέδρασε: έβαλε το ραβδί στον λαιμό του σπιτικού ξωτικού και το απείλησε. Σταμάτησε, αλλά ποτέ δεν έφυγε το μίσος από το βλέμμα του.
«Όπως και να χει, τώρα είμαστε όλοι εδώ. Και ο λόγος που είμαστε εδώ είναι πολύ σημαντικός: πρέπει να βρούμε ποιος διέρρευσε τις πληροφορίες για το μυστικό μας και οι Θανατοφάγοι σκότωσαν τη γιαγιά του Νέβιλ.»
Πολλοί φάνηκαν να ακούνε πραγματικά νέα με τούτη την είδηση ΄ η Ντολόρες μάλιστα φάνηκε μπερδεμένη για το ποια ήταν αυτή η γυναίκα που ανέφεραν. Ο Λόκχαρτ επιτέλους άρχισε να καταλαβαίνει πως κάτι λάθος πήγαινε ολόγυρά του και σταμάτησε για να παρακολουθήσει τη σκηνή.
«Τους δύο τελευταίους μήνες ετοιμάζουμε ένα σχέδιο για την ασφάλεια του Χάρι που περιλαμβάνει μια μυστική τοποθεσία. Η γιαγιά του Νέβιλ ήταν η Φύλακας του Μυστικού. Ξέρουμε ποιοι δεν το είπαν, εξαιτίας του Απαραβίαστου Όρκου, αλλά δεν ξέρουμε ποιοι το είπαν. Γι αυτό έχετε κληθεί όλοι εδώ…και μερικοί ήρθαν κατά λάθος. Όμως πλέον δεν έχει καμία απολύτως σημασία ή διαφορά: όλοι μαζί θα έρθουμε στη λύση του θέματος.»
Μαγικά, εκείνη τη στιγμή το τραπέζι άρχισε να μεγαλώνει από μόνο του: το ξύλο του μάκρυνε, έβγαλε δύο παραπάνω καρέκλες, πιάτα και ποτήρια. Το δωμάτιο είτε μόλις αναγνώρισε την θέληση της κοπέλας, είτε την υπάκουσε —όπως κι αν ήταν, πλέον ο Λόκχαρτ και ο Πιβς είχαν αναγνωριστεί σαν επίσημα μέλη αυτού του περίεργου συμβουλίου. Τα καρτελάκια με τα ονόματά τους άλλαξαν διαρρύθμιση βιαστικά και οι καρέκλες έκαναν πίσω από μόνες τους.
«Πάμε να κάτσου-.»
«Και γιατί έπρεπε να έρθουμε στο παρελθόν για να γίνει αυτό; Γιατί πρέπει να κλειδωθούμε εδώ μέσα και για πόσο καιρό ακριβώς; Δεν έχω καθόλου χρόνο! Καθόλου…»
Αν και ο Ρον ήταν έτοιμος να πει κάτι προσβλητικό στον Μαλφόυ, η αφέλεια με την οποία ο Λόκχαρτ ρώτησε «στο παρελθόν; Είστε από το μέλλον; Αχα! Γι αυτό μου θυμίζετε κάτι! Μη μου πείτε πως είστε εδώ μόνο για αυτόν τον στενάχωρο λόγο, ωωωω, πόσο στεναχωριέμαι για σένα Νέβιλ.» τον έκανε να παρατήσει κάθε προσπάθεια.
«Αυτή είναι μια ιστορία για μετά, μη βιάζεστε. Τώρα καθίστε κάτω κι ας αρχίσουμε τις κουβέντες.»
Πρώτη φορά άκουγε κάποιος τον Νέβιλ τόσο επιθετικό ΄ ακόμα και το βλέμμα του, απειλητικό ήταν. Μέχρι και το χέρι του Λόκχαρτ απομάκρυνε από πάνω του. Άλλες αντιρρήσεις δεν ακούστηκαν κι όλοι πήγαν στις θέσεις τους, εκτός από τον Πιβς, ο οποίος προσπάθησε να φύγει. Όταν όμως δεν κατάφερε να το κάνει, ενώ ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε πρόβλημα, άρχισε να φωνάζει και να τσιρίζει.
Neville Longbottom (your President and GM)
«Όπως βλέπετε, δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, εκτός από το να κάνετε αυτό που σας λέμε. Γι αυτό καταλάβετε πως δεν έχετε άλλη επιλογή από το να μας ακούσετε. Καθίστε και ξεκινάμε.»
Η μέρα του free RP ξεκίνησε.
Η νύχτα θα πέσει την Πέμπτη το πρωί στις 12:00 πμ.
Οι ρόλοι θα μοιραστούν κάποια στιγμή μεταξύ πρωινού και μεσημεριανού.
Edited by Fallen_Mpougatsa, 05 March 2014 - 00:33.