Spoiler: Δοκιμή1
Ξύπνησε μόνος του από έναν βαθύ ύπνο μην μπορώντας να εκτιμήσει για πόσο κοιμόταν.
Το βλέμμα του για κακή του τύχη δεν συνάντησε τίποτα γνώριμο. Δεν ήξερε αν ήταν μέρα ή νύχτα, παρά μόνο ότι βρισκόταν σε έναν μικρό και σφραγισμένο χώρο.
Πήγε να τεντωθεί μα ένιωσε την πλάτη του να στριμώχνεται και αποφάσισε να ψηλαφίσει τον περίγυρό με τα ακροδάχτυλά του. Η λεία υφή της κρύας κατεργασμένης πέτρας επιβεβαίωσε τις υποψίες του. Βρισκόταν μέσα σε τάφο.
Το λαρύγγι του ήταν πολύ στεγνό για να φωνάξει και η νύστα έδωσε τη θέση της στον πανικό που σαν αόρατος δαίμονας του έσφιγγε την καρδιά.
Μία ιδιότυπη χειραψία, αρχή μιας ταραχώδους γνωριμίας.
Ο σκονισμένος αέρας του μικρού χώρου δυσκόλευε την αναπνοή και άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του πάνω που τα μάτια του άρχισαν να προσαρμόζονται στο σκοτάδι.
Νόμισε πως είδε χαρακιές πάνω στη πέτρα και προσπάθησε να τις εξετάσει όμως δεν πρόλαβε να το κάνει πριν λιποθυμήσει.
Την επόμενη φορά που άνοιξε τα μάτια του συνάντησε το θαμπό φως της αίθουσας.
Το καπάκι του τάφου είχε μετακινηθεί. Άρπαξε με τα νύχια του που είχαν μακρύνει την άκρη της πλάκας και την παραμέρισε ολοκληρωτικά.
“Για πέτρα είναι πολύ ελαφριά”, ψέλλισε και η φωνή που έβγαινε από το άνυδρο λαρύγγι του θύμιζε πεσμένα φύλλα που τα παρασύρει ο άνεμος.
Καθώς τραβούσε το σώμα του έξω από τον τάφο ένιωθε την πλάτη του να σκαλίζει τα τοιχώματα.
Μόνο όταν στάθηκε στα πόδια του κατάλαβε ποιά ήταν η πηγή της ενόχλησής του.
Ένα αδύναμο ζεύγος τεράστιων φτερών προεξείχε από τη πλάτη του.
Η έκπληξή του μετριάστηκε όταν το βλέμμα του προσαρμόστηκε στο σκοτάδι και παρατήρησε τις τοιχογραφίες που στόλιζαν το υπνοδωμάτιό του.
Πελώρια φτερωτά πλάσματα με άφθονα μάτια χωρίς στόματα, μύτες ή αυτιά ήταν στραμμένα προς τον τάφο του.
Δεν ήξερε πώς ονομάζονταν ή τί συμβόλιζαν αλλά ήταν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί από λογικό άνθρωπο.
Ο μόνος τοίχος που ήταν άδειος είχε ένα πέρασμα στη μέση του. Δεν υπήρχε κάποια πόρτα ή πύλη που να το σφράγιζε όμως, ήταν ανοιχτό.
Αν και ήταν σκοτεινά, φρόντισε να αναζητήσει στον περίγυρο κάτι που μπορεί να του χρησίμευε.
Μάταιος κόπος, πέρα από τον τάφο, την πεσμένη πλάκα και τα πλάσματα στους τοίχους δεν υπήρχε τίποτα.
Σκέφτηκε ότι δεν θα χωρούσε στο πέρασμα εξ αιτίας των φτερών του και αγκαλιάζοντας τον εαυτό του με τα χέρια του, μάζεψε όσο μπορούσε τα απλωμένα του φτερά.
Πονούσε όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αν τα πλάσματα στους τοίχους ήταν ζωντανά, μπορεί να νόμιζαν ότι κρυώνει έτσι όπως περπατούσε.
Μια εύστοχη εκτίμηση αν κρίνουμε από τις χιονισμένες βουνοκορφές που βρίσκονταν στο ίδιο υψόμετρο με τον λιτό και επιβλητικό ταφικό χώρο.
Μόλις βγήκε έξω άφησε ελεύθερα τα φτερά του που φούσκωσαν από τον αέρα σαν πανιά καραβιού σε φουρτούνα που δεν πρόλαβαν να μαζέψουν οι μεθυσμένοι ναύτες.
Ο καθάριος, έναστρος ουρανός δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το τί ώρα ήταν. “Περίεργο, και το φως που είδα όταν έβγαινα από τον τάφο;”
Κοίταξε ολόγυρα, ωστόσο δεν βρήκε τίποτα άλλο πέρα από βουνά και μακρινά δάση. Ποταμοί διέσχιζαν τις περιοχές ανάμεσα στους πρόποδες και σμήνη άγνωστων νυκτόβιων πτηνών κυνηγούσαν ακούραστα.
Κάθισε στην άκρη της πέτρινης αυλής με τα πόδια να αιωρούνται στο κενό, προσπαθώντας να θυμηθεί πώς κατέληξε εκεί και γιατί είχε φτερά.
Τον ειρμό των σκέψεων διέκοψε ένας ψίθυρος που συνεχώς δυνάμωνε, δεν ξεχώριζε τα λόγια των φωνών που ακούγονταν.
Τουλάχιστον δυο άτομα συζητούσαν.
Τα πουλιά τρόμαξαν και σκορπίστηκαν από τον ήχο ενός αεριωθούμενου. Ένα μηχανικό πουλί σε μέγεθος ανθρώπου περίπου τον πλησίαζε.
Ένα πλάσμα μηχανικό με κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά να έχουν μείνει ανέπαφα.
Το πλάσμα δεν μπορούσε να μεταδώσει την έκπληξη που ένιωθε στη θέα ενός μυθικού αφυπνισμένου να κάθεται έξω από τον τάφο του επειδή το ρομποτικό του πρόσωπο παρέμενε συνεχώς ανέκφραστο.
Οι ψίθυροι σταμάτησαν. Ο μηχανικός άνθρωπος είπε όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε: “Θα έρθεις μαζί μου” ευχόμενος να μην είναι εχθρικός ο παλαιός που συνάντησε.
Η απόσταση ανάμεσά τους, μερικά χιλιόμετρα, δεν εμπόδιζε τη μηχανική φωνή να φτάσει στα αυτιά του.
Το χάσμα της ηλικίας τους ήταν πολύ μεγαλύτερο από την απόσταση που τους χώριζε. Κι όμως καταλάβαινε άριστα αυτά που του έλεγε.
Σηκώθηκε και κούνησε τα φτερά του. Τις αρχικές αδέξιες κινήσεις διαδέχτηκαν πιο ρυθμικές και οργανωμένες, σαν κωπηλατών σε αγώνα.
Έπεσε στο κενό με τεντωμένα φτερά και άφησε τα κρύα ρεύματα αέρα που έγλειφαν την απότομη πλαγιά με την παγωμένη γλώσσα τους να τον ανασηκώσουν. Θα ακολουθούσε το περίεργο πλάσμα.
Το βλέμμα του για κακή του τύχη δεν συνάντησε τίποτα γνώριμο. Δεν ήξερε αν ήταν μέρα ή νύχτα, παρά μόνο ότι βρισκόταν σε έναν μικρό και σφραγισμένο χώρο.
Πήγε να τεντωθεί μα ένιωσε την πλάτη του να στριμώχνεται και αποφάσισε να ψηλαφίσει τον περίγυρό με τα ακροδάχτυλά του. Η λεία υφή της κρύας κατεργασμένης πέτρας επιβεβαίωσε τις υποψίες του. Βρισκόταν μέσα σε τάφο.
Το λαρύγγι του ήταν πολύ στεγνό για να φωνάξει και η νύστα έδωσε τη θέση της στον πανικό που σαν αόρατος δαίμονας του έσφιγγε την καρδιά.
Μία ιδιότυπη χειραψία, αρχή μιας ταραχώδους γνωριμίας.
Ο σκονισμένος αέρας του μικρού χώρου δυσκόλευε την αναπνοή και άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του πάνω που τα μάτια του άρχισαν να προσαρμόζονται στο σκοτάδι.
Νόμισε πως είδε χαρακιές πάνω στη πέτρα και προσπάθησε να τις εξετάσει όμως δεν πρόλαβε να το κάνει πριν λιποθυμήσει.
Την επόμενη φορά που άνοιξε τα μάτια του συνάντησε το θαμπό φως της αίθουσας.
Το καπάκι του τάφου είχε μετακινηθεί. Άρπαξε με τα νύχια του που είχαν μακρύνει την άκρη της πλάκας και την παραμέρισε ολοκληρωτικά.
“Για πέτρα είναι πολύ ελαφριά”, ψέλλισε και η φωνή που έβγαινε από το άνυδρο λαρύγγι του θύμιζε πεσμένα φύλλα που τα παρασύρει ο άνεμος.
Καθώς τραβούσε το σώμα του έξω από τον τάφο ένιωθε την πλάτη του να σκαλίζει τα τοιχώματα.
Μόνο όταν στάθηκε στα πόδια του κατάλαβε ποιά ήταν η πηγή της ενόχλησής του.
Ένα αδύναμο ζεύγος τεράστιων φτερών προεξείχε από τη πλάτη του.
Η έκπληξή του μετριάστηκε όταν το βλέμμα του προσαρμόστηκε στο σκοτάδι και παρατήρησε τις τοιχογραφίες που στόλιζαν το υπνοδωμάτιό του.
Πελώρια φτερωτά πλάσματα με άφθονα μάτια χωρίς στόματα, μύτες ή αυτιά ήταν στραμμένα προς τον τάφο του.
Δεν ήξερε πώς ονομάζονταν ή τί συμβόλιζαν αλλά ήταν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί από λογικό άνθρωπο.
Ο μόνος τοίχος που ήταν άδειος είχε ένα πέρασμα στη μέση του. Δεν υπήρχε κάποια πόρτα ή πύλη που να το σφράγιζε όμως, ήταν ανοιχτό.
Αν και ήταν σκοτεινά, φρόντισε να αναζητήσει στον περίγυρο κάτι που μπορεί να του χρησίμευε.
Μάταιος κόπος, πέρα από τον τάφο, την πεσμένη πλάκα και τα πλάσματα στους τοίχους δεν υπήρχε τίποτα.
Σκέφτηκε ότι δεν θα χωρούσε στο πέρασμα εξ αιτίας των φτερών του και αγκαλιάζοντας τον εαυτό του με τα χέρια του, μάζεψε όσο μπορούσε τα απλωμένα του φτερά.
Πονούσε όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αν τα πλάσματα στους τοίχους ήταν ζωντανά, μπορεί να νόμιζαν ότι κρυώνει έτσι όπως περπατούσε.
Μια εύστοχη εκτίμηση αν κρίνουμε από τις χιονισμένες βουνοκορφές που βρίσκονταν στο ίδιο υψόμετρο με τον λιτό και επιβλητικό ταφικό χώρο.
Μόλις βγήκε έξω άφησε ελεύθερα τα φτερά του που φούσκωσαν από τον αέρα σαν πανιά καραβιού σε φουρτούνα που δεν πρόλαβαν να μαζέψουν οι μεθυσμένοι ναύτες.
Ο καθάριος, έναστρος ουρανός δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το τί ώρα ήταν. “Περίεργο, και το φως που είδα όταν έβγαινα από τον τάφο;”
Κοίταξε ολόγυρα, ωστόσο δεν βρήκε τίποτα άλλο πέρα από βουνά και μακρινά δάση. Ποταμοί διέσχιζαν τις περιοχές ανάμεσα στους πρόποδες και σμήνη άγνωστων νυκτόβιων πτηνών κυνηγούσαν ακούραστα.
Κάθισε στην άκρη της πέτρινης αυλής με τα πόδια να αιωρούνται στο κενό, προσπαθώντας να θυμηθεί πώς κατέληξε εκεί και γιατί είχε φτερά.
Τον ειρμό των σκέψεων διέκοψε ένας ψίθυρος που συνεχώς δυνάμωνε, δεν ξεχώριζε τα λόγια των φωνών που ακούγονταν.
Τουλάχιστον δυο άτομα συζητούσαν.
Τα πουλιά τρόμαξαν και σκορπίστηκαν από τον ήχο ενός αεριωθούμενου. Ένα μηχανικό πουλί σε μέγεθος ανθρώπου περίπου τον πλησίαζε.
Ένα πλάσμα μηχανικό με κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά να έχουν μείνει ανέπαφα.
Το πλάσμα δεν μπορούσε να μεταδώσει την έκπληξη που ένιωθε στη θέα ενός μυθικού αφυπνισμένου να κάθεται έξω από τον τάφο του επειδή το ρομποτικό του πρόσωπο παρέμενε συνεχώς ανέκφραστο.
Οι ψίθυροι σταμάτησαν. Ο μηχανικός άνθρωπος είπε όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε: “Θα έρθεις μαζί μου” ευχόμενος να μην είναι εχθρικός ο παλαιός που συνάντησε.
Η απόσταση ανάμεσά τους, μερικά χιλιόμετρα, δεν εμπόδιζε τη μηχανική φωνή να φτάσει στα αυτιά του.
Το χάσμα της ηλικίας τους ήταν πολύ μεγαλύτερο από την απόσταση που τους χώριζε. Κι όμως καταλάβαινε άριστα αυτά που του έλεγε.
Σηκώθηκε και κούνησε τα φτερά του. Τις αρχικές αδέξιες κινήσεις διαδέχτηκαν πιο ρυθμικές και οργανωμένες, σαν κωπηλατών σε αγώνα.
Έπεσε στο κενό με τεντωμένα φτερά και άφησε τα κρύα ρεύματα αέρα που έγλειφαν την απότομη πλαγιά με την παγωμένη γλώσσα τους να τον ανασηκώσουν. Θα ακολουθούσε το περίεργο πλάσμα.
Συνεχίζεται
Edited by Nikos1451, 03 April 2013 - 19:55.